Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 29 Μαΐου 2025


Λέγοντας έτσι έρριξε κάτωτην γην το σκήπτρον Το μαλαμματοκάρφωτον, κ' εκάθησε κ' εκείνος Ο δε Ατρείδης έβραζε κι' αυτός απ' τ' άλλο μέρος.!! Τότε απάν' τεινάχθηκεν ο γλυκολόγος Νέστωρ, Ο λιγυρός δημήγορος των πολιτών της Πύλου, 'π' έχυν' η γλώσσα του λαλιά γλυκότερ' απ' το μέλι.

Καταιμωδιασμένη, απηλπισμένη, κροτούσα τους οδόντας εκ του ψύχους, έχουσα τον βόρβορον υπό τους πόδας της και την χάλαζαν άνω της κεφαλής της, μη ευρίσκουσα αλλού προφύλαξιν, εισήλθεν υπό μικρόν λέβητα, εντός του οποίου άλλοτε, κατά τας ευτυχείς ημέρας της, έβραζε το γάλα των κατσικών, το οποίον μετεποίει εις τυρόν ή γιαγούρτι.

Φουμάριζε τον ναργιλέ του και το νου του στο καράβι. Όξω χαλούσε ο Θεός τον κόσμο, ο άνεμος ξερρίζωνε τα δέντρα, η θάλασσα έβραζε όξω, ο Μοναχάκης χαμπάρι. — Αφίνομε υγεία, ξάδερφε. Καιρός να σαλπάρωμε. Ο Μελιγκόνης έκανε το σταυρό του. — Έλα Χριστέ και Παναγιά. Βρήκες πάλι τον καιρό να ταξιδέψης, με την ισημερία! Ο Καπετάν-Μοναχάκης τίποτε. Δεν είχε βαστημούς.

Τα μάτια του ήτανε ορθάνοιχτα, τα δάκτυλα στρημμένα σαν γάντζοι· ζητούσε να πάρη μια αναπνοή με βία· το στήθος του έβραζε, το στόμα του ανοιγόκλεινε, τα χείλια του πιπίλιζαν τον αέρα τρεμουλιαστά. — Παπά, πρόφτασε, είπε μια γερόντισσα, ξεψυχάει. Ο Παπα-Παρθένης, σαστισμένος, χωρίς να ξέρη κι' ο ίδιος τι κάνει, εζύγωσε το κουταλάκι, το άδειασε στα διψασμένα χείλια, που βύζαιναν τον αέρα.

Ζήτησε ο Ιουλιανός να τα βολέψη με τον Κωστάντιο, μα του κάκου. Έβραζε ο Κωστάντιος από την οργή του· είταν αποθαμμένη τώρα κ' η Ευσεβία. Άλλο λοιπό δεν τούμνησκε του Ιουλιανού παρά να πάρη το στρατό και, να κατέβη να πολεμήση τον Κωστάντιο, κι αυτό έκαμε. Για καλή του όμως τύχη πεθαίνει στο μεταξύ ο Κωστάντιος, κι αναγνωρίζεται τότες ο Ιουλιανός Βασιλέας απ' όλο το Κράτος .

Και να το λες και συ πως είνε κακόβουλες καταλαλιές των εχτρώ μας. — Έννοια σου, αφέντη. Και δρόμο ο Μανώλης, τρομαγμένος με την όψη του κυρ Δημήτρη. Δεν έμεινε τότες μήτε ο Δημήτρης ανάπραγος· παρά μια και δυο και τρέχει να βρη τον αδερφό του το Μιχάλη. Έβραζε μέσα του πηγαίνοντας. Έβραζε μέσα του όχι έτσι σαν αδερφός, μα σα να είταν ο ίδιος ο Μιχάλης και ζούλευε.

Αυτός εσερβίριζε τους μουστερίδες, κ' η αδερφή του έβραζε τους καφέδες μέσα, 'ς το ίδιο τζάκι, 'ς την ίδια γωνίστρα του σπιτιού, οπώβραζαν και το φαγί τους.

Τέτοιο θάμα δεν τώχαμε ματαϊδή. Ο λοστρόμος τώχε ακουστά απ' τον πατέρα του. Φτάσαμε στον Περαία μαζί με την «Ευαγγελίστρα». Ξέρετε ποιος ήτανε ο Άη-Νικόλας; Κύριε Ελέησον. Ήτανε ο Παπα-Παρθένης. — Καλότυχο παιδί, πώς ταλές! Κι' άρχισαν τα γέλια οι γειτόνισσες. — Να με κάψη ο Θεός αν λέω ψέμματα. Η παπαδιά δεν γελούσε· έβραζε μέσα της. — Αυτά ήθελε, ο ευλογημένος!

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν