United States or Syria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Θα γυρεύουνε να περάσουνε και να φύγουν, και πού να φύγουν! Λίμνη, λίμνη βαθιά και θολή την έκαμες τη ζωή μου, εσύ που με δροσοβόλαγες με τα λόγια σου, και το πίστευα πως ο Θεός με πονούσε! Ο Θεός! Αχ, και να τόξερα, γιατί μου την έδωσε ο Θεός αυτή τη λαχτάρα! τι μου την άναψε τέτοια φωτιά! Έλα εσύ, ψυχή του πατέρα μου, που χρόνια τονε λειτουργούσες, έλα και πες μου, γιατί αυτό το μεγάλο το κρίμα!

Και σα ζυγώσανε οι στρατοί με τ' άρματα στα χέρια, κουντρούν τομάρια και σπαθιά, κουντρούνε παλικάρια χαλκοπλισμένα, και κοντά κοντά οι αφαλωμένες είτανε ασπίδες, κι' άναψε μια ταραχή μεγάλη. Και κλάμα ακούς και παίνεμα αντάμα αντρών που σφάζουν 450 και σφάζουνται, κι' η γης παντού στο αίμα κολυμπούσε.

Θαρρέψανε μάλιστα πως λάθος έγινε και πως τον Κωσταντίνο εννοούσε ο Γαλέριος. Ο Γαλέριος όμως, παραμερίζοντας το λαοπόθητο Κωσταντίνο πήρε από το χέρι το Μαξιμίνο και τον κήρυξε Καίσαρα. Έβγαλε τότες ο Μαξιμίνος τα φτωχικά του φορέματα και ντύθηκε την Καισαρική τη στολή. Άναψε ο Κωσταντίνος βλέποντας τέτοια ταπείνωση, μα ήξερε και να συγκρατιέται· ήξερε και να περιμένη δίχως ν' αλησμονή.

Μήνες, σα συλλογιζούμαστε τα μικρά μας που τα είχαμε εδωνά μέσα στο έρμο αυτό το σπιτικό· ζωή αλάκερη, σαν ανιστορούμε ταμέτρητα τα μερόνυχτα που περάσαμε ολομόναχοι κλαίγοντας, ελπίζοντας, παρακαλώντας, και πάλι ξαναπέφτοντας στην απελπισιά. — Δηλαδή από τα 21; κάνει ο Μυλόρδος, πασκίζοντας να καθίση τώρα κι αυτός διπλοπόδι, καθώς οι άλλοι. — Από τα 21, το χρόνο που άναψε η εφτάχρονη η φωτιά!

Δεν είπεν άλλο. Χαμήλωσε και τα μάτια. Ούτ' εγώ μπόρεσα να την τηράω περισσότερο κατά πρόσωπο γιατ' ο λόγος της τούτος άναψε θέρμη μες τα μελίγγια μου. Ύστερ' από καμμιά δεκαριά μέρες απαντηθήκαμε σ' ένα στενό κατηφορικό δρόμο του χωριού. Εγώ ανέβαινα κι αυτή κατέβαινε. Βαστούσε στ' αριστερό χέρι της κατιφένιο σακκουλάκι, πλουμισμένο με μετάξι απ' όξω και γιομάτο από βιβλιαράκια. Ήταν πρωί ακόμα.

Πού ξέρουμε τάχατε τι μας βγάζ' η αυριανή, χαντακωμένες! Τότες σύγκαιρα, απόχτησε και γυιόν η γυναίκα του Ζώη και για την καλοπέρασή της άναψε μεγαλύτερος μέσατους λογισμούς του ο πόθος του αρχοντικού σπιτιού. Πέρασεν όμως τότε και μια ιδέα άλλη 'ςτό νου του.

Ήτον μία μεγάλη εικών της Θεοτόκου, αρχαϊκή, με ανδρός χαρακτήρας, με πρόσωπον το διπλάσιον του φυσικού, με μεγάλους, πολύ μεγάλους οφθαλμούς, και με τον Χριστόν, έν βρέφος με παμμεγίστην κεφαλήν, φορούν χιτώνα επίχρυσον, φωτεινόν, τον «αναβαλλόμενον το φως ως ιμάτιον». Είτα άναψε φωτιάν εις το στενόν, μεταξύ δύο ερειπίων, αντικρύ του ναΐσκου, και κατέμπροσθεν εις την θύραν του οικίσκου της.

Η Ελπίδα με το κεφάλι σκυμμένο στη νεκρή φαινότανε βυθισμένη στους κόσμους τους δικούς της· ούτε πρόσεχε ούτε άκουε το λόγο. Ο Δημητράκης όμως είχε άλλες σκέψες. Από την ώρα που είδε στο κατώφλι τον Αριστόδημο εμάντεψε το σκοπό του· ο θυμός του άναψε. Δεν έφτανε που την πέθανε με τις αμυαλιές του· ήρθε και να την ρεζιλέψη!

1866, Μάης μήνας κ' έπεσε φοβερό χαλάζι που στρώθηκε σα χιόνι στη γης. Έκαμε μεγάλες ζημιές. 1868 . Εχθροπραξίες αναμεταξύ Ελλάδος και Τουρκιάς. Άναψε ο Κρητικός πόλεμος. Κ' εδώ κρυφά κρυφά εστήθηκαν κομητάτα κ' έφερναν τουφέκια και μπαρούτες από την Ελλάδα, κ' ετοιμάζονταν για επανάσταση. 1869 . Το Γεννάρη μήνα έπεσε το χιόνι μέσα στα Γιάννινα μία πήχη.

Ειπέ του πως είνε ο Κυρ Γιάννης· θα τον περιμείνω εις το γραφείον του. Και εισήλθε πραγματικώς εις την παρακειμένην αίθουσαν, όπου, στρωθείς επί μαλακού ανακλίντρου, άναψε σιγάρον και ήρχισε να μετρή το περιεχόμενον του θυλακίου του.