Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025


Είπε, κι' εκείνος άναψε ν' ακούσει τέτιο λόγο, και του διπλόφερε η καρδιά στα λογγωμένα στήθια, ή να τραβήξει απ' το μερί το κοφτερό λεπίδι, 190 να αναστατώσει τη βουλή, το βασιλιά να σφάξει, ή να σωπάσει την καρδιά και το θυμό να πνίξει.

Η Νοέμι παρατήρησε ότι οι κάλτσες του ήταν πράσινες, ένα πραγματικά περίεργο χρώμα για αντρικές κάλτσες, και άναψε τη φωτιά μονολογώντας πάλι: «Ώστε η Έστερ του έγραψε κρυφά; Ας τον περιποιηθεί εκείνη τώρα

Είπε καιτον Μελάνθιον γιδοβοσκόν εστράφη· 175 «Κινήσου και άναψε φωτιάτο σπίτι, ω Μελανθέα· θέσε κοντά μέγα θρονί και στρώσε αυτού προβεία· φέρε από μέσα το χοντρό του αλείμματος τυπάρι, όπως με πυρ ζεσταίνοντας και αλείφοντας το οι νέοι το τόξο δοκιμάσουμεν, ο αγώνας να τελειώση». 180

« Μ' ελπίδα για να τον ευρώ «'Σ τα στήθηα να τον σφίξω, » Καιένα φίλημα γλυκό «'Σ το στόμα του το ερωτικό, » Τον έρωτα να πνίξω.» « Τον έρωτα, που μ' έβαλε » Τη φλόγατην καρδιά μου, » Που μ' άναψε τα τρυφερά, » Τα στήθηα μ' άσβεστα πυρά· » Και καιν τα 'σωθικά μου

Όποιους πεινούνε κι όποιους γυμνητεύουν τους άναψε τα λίγα τα μυαλά, τους είπε αν δεν τους δίνουνε να κλέβουν και να σκοτώνουν όποιον βρουν μπροστά. Να γδύνουν όσους πλούτισαν με κόπο, κάθε άρχοντα και αφέντη να χτυπούν, να κάψουν, να ρημάξουνε τον τόπο, να ρίξουν τις αρχές που κυβερνούν.

Τον στείλανε της προάλλαις αποσπασματάρχη για της εκλογαίς και δεν γύρισε ακόμα. Μα να σου πω, παιδί μου, αγυρισιά του να γένη! . . . — Πω! Πω! τέκνον μου! τέτοια μέρα! Ημέρα που ο ληστής σχωρέθηκε! . . . Πω! πω! τέκνον μου . . . — Του σήκωσε τα μυαλά, παιδί μου, του άναψε το κεφάλι και δεν κυττάζει την δουλειά του!

Κουταμάρες, του λέω· παλιοκουβέντες! Εφούσκωσαν τα μάτια του, λες κ' ήθελε πηδήσουν από τις κόχες. Άναψε, ξεροκοκκίνησε. Ετίναξε το χέρι του μ' ορμή, σαν άνθρωπος που έχασε την υπομονή. — Πάμε! μου λέει, γέρνοντας πλάι με μεγάλα βήματα. Συ, παιδί μου, σκας Δεσπότη! Πάμε, λοιπόν, να το ιδής με τα μάτια σου... Ήταν Σαβατόβραδο.

Αμ' τι, μαθές, νταούλια. Ζυγόνω να διώ.. τίποτα ντιπ και τ' άργανα έβαζαν τη ρεμματιά και τα παιγνίδια λάλαγαν.... Δαιμόνοι είτανε, κυρ λοχία! Κι ο λεβέντης έρριξε τα κούτσουρα και τα ξεράδια απάνω στη θράκα της φωτιάς, στρυμώχτηκε κοντά στους άλλους, κι άρχισε να πυρώνη τα ποδάρια του και τα χέρια του. Ο λοχίας άναψε.

Ζήλια άναψε το αίμα της κυρίας Μαχαλά. Όχι φωτογραφία παρά τον ίδιον τον αξιωματικό, είδε ριχμένον στο κρεββάτι. Το συμπαθητικό κεφαλάκι του με το ξανθό μουστάκι και τα γαλανά χαδιάρικα μάτια του, το βεργολυγερό κορμί του τόβλεπε ξαπλωμένο στα πρόστυχα στρωσίδια, παραδομένο στην ερωτική λύσσα της δούλας της, σαν ολόδροσο κρίνο στα δόντια ενός χοίρου. Έβλεπε... αλοίμονο και τι δεν έβλεπε!

Έτσι θρηνούσε, κι' άναψε αχόρταστο 'να κλάμα. 760 Τρίτη η πεντάμορφη αρχινάει Λενιό τα μοιρολόγια «Έχτορα, ο πιο λαχταριστός κουνιάδος της καρδιάς μου, άντρας μου ναι ο θεόμορφος ο Πάρης που στην Τροία μ' έφερε εδώ ... που έτσι ο γιαλός να μ' είχε πνίξει πρώτα!

Λέξη Της Ημέρας

γλαυκοπαίζουν

Άλλοι Ψάχνουν