Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 18 Μαΐου 2025
Και το πρόσωπό του πράγματι ήταν χλωμό σαν πεθαμένου, τα χείλη του γκρίζα και ένα τρέμουλο συντάραζε τον αριστερό του ώμο, έτσι που ο Έφις τρομαγμένος έβγαλε από την τσέπη ένα γυάλινο σωληνάριο, άδειασε στην παλάμη του δυο χάπια κινίνου και του τα έβαλε στο στόμα. «Κατάπιε τα. Έχεις μαλάρια!»
Πλερώθηκαν οι Ούννοι, άδειασε το Ταμείο· περνούνε δέκα χρόνια, από έξη βρέθηκαν εξήντα χιλιάδες.
Ακόμη και η γυναίκα με τα γλυκά έκλεισε τα κουτιά της που απόμειναν γεμάτα και αγανακτισμένη άρχισε να μιλά με τους ζητιάνους. «Δεν άξιζε τον κόπο που κάναμε τόσο δρόμο! Γιορτή της συμφοράς, αδέλφια μου!» «Δεν τα βγάζουμε πια πέρα», είπε ο γέρος, άδειασε τα κέρματα σ’ ένα μαντήλι και ξαναέβαλε το καπέλο στο κεφάλι.
Σαν νοιώση τη δροσιά του μες στη ρίζα του, αναγαλλιάζει η φυλλωσιά του και τα κλαδιά του γλυκοσαλεύουνε και γλυκοτραγουδούνε. Μερακλίδικο δέντρο, μα την πίστι μου! Μόνο φωνή που δεν έχει να σου μιλήση σαν άνθρωπος. Ο Μαθιός ο γυρολόγος σήκωσε, το γεμάτο ποτήρι, που ήτανε στη θέσι του μακαρίτη, και το άδειασε στη ρίζα του δέντρου. — Έτσι συνήθιζε να το κάνη ο καϋμένος ο Πέτρος, είπε.
Τον πήραν όμως καταπόδι και τρύπωσε στο τέλος σε μια κλινική χειρούργου, που η πόρτα της έτυχε νάναι ανοικτή κ' εξήγησε στο βοηθό, που ήταν εκείνη την ώρα μέσα, τι ακριβώς είχε συμβή. Ο όχλος των φιλανθρωπιστών, αφού έλαβε λίγα χρήματα, πείσθηκε να γυρίση πίσω και μόλις άδειασε τελείως ο τόπος έφυγε κ' εκείνος. Όταν έβγαιν' έξω κτύπησε στο μάτι του τόνομα στη μπρούντζινη επιγραφή πάνω στην πόρτα.
Επανάλαβε το τραγούδι τέσσερις πέντε φορές, και νόμισε πως το κεφάλι του άδειασε λίγο πολύ λίγο, όμως, γιατί οι είκοσι χιλιάδες του μάγειρα και τα σαρανταπέντε του χρόνια τον σφίγκανε και τον πιέζανε τόσο ακόμα. Πάνω στο κατάστρωμα της πλώρης οι κληρωτοί πλαίνανε τα ρούχα τους, και πίσω από τις βουνοκορυφές βασίλευεν ο ήλιος και χρύσωνε τα βουνά.
Εκείνες που το έλεγαν αυτό, η μία με την άλλη, είχαν έρθει, τώρα κοντά, εκεί, στο μέρος που ήτον το γλέντι το νυχτερινό, κ' εφώναζαν άλλες να της ακολουθήσουν... Κ' έφευγαν όλαις μαζύ, η μία κατόπι της άλλης, κι' άδειασε πολύς τόπος. Γυναίκες πάρα-πολλές, και καμπόσοι άνδρες και παιδιά, μονοκοπανιά έφυγαν από 'κεί που ήμουν, κι' άρχισαν να τρέχουν τον ανήφορο.
Εκείνη ήπιε με μεγάλες ρουφηξιές, κ' έπειτα τώδωσε στον Τριστάνο, ο οποίος το άδειασε. Εκείνη τη στιγμή εμπήκε η Βραγγίνα και τους είδε που κύτταζαν ο ένας τον άλλο αμίλητοι, σαν ζαλισμένοι και σαν μαγεμένοι. Είδε μπροστά τους το μπουκαλάκι, σχεδόν άδειο, και το ποτήρι. Πήρε το μπουκαλάκι, έτρεξε στην πρύμη, το πέταξε στη θάλασσα και φώναξε θρηνώντας: «Δυστυχισμένη εγώ!
Αυτά 'πε• και το φλογερό κρασί του 'δωσα πάλι• 360 και τρεις του εγέμισα φοραίς, τρεις τ' άδειασε ο χαμένος. και ως το κρασί κυρίευσε του Κύκλωπα ταις φρέναις, τότε τον επροσφώνησα με λόγια πτερωμένα• «Κύκλωπα, το ένδοξ' όνομα, 'που μ' ερωτάς, σου λέγω• και, ως υποσχέθηκες, εσύ θα με φιλοδωρήσης. 365 Ουδένας ονομάζομαι, εμέ λέγουν Ουδένα η μάννα και ο πατέρας μου και ο κάθε γνώριμός μου».
Στην πράξη όμως απάνω, άλλος λόγος. Πως ο Νόμος είναι ιερό συφωνητικο που ο καθένας ανάλαβε να το φυλάη μ' όλους τους άλλους, μπορεί κι αυτό να σου το αποδείξη με μια διατριβή ή και μ' ένα βιβλίο. Δεν άδειασε ακόμα να το καλονοιώση. Έχει άλλες δουλειές. Έχει να φροντίζη για το δικό του, εκείνο δηλαδή που θαρρεί πως είναι δικό του συφέρο.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν