Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 24 Ιουνίου 2025


Ο γέρων έτριψε το μέτωπον, την κεφαλήν, και τους κροτάφους του, και είπε: — Τότε, σιωπή. Μη μας ακούσουν... Τσιμουδιά μη βγάλης.. για να νομίζουν πως δεν είν' εδώ κανείς. — Α! όσο γι' αυτό, είπεν η Σοφία, θα μπορούσαμε να κάμωμε τον ψόφιο, μπάρμπα-Σταμάτη. Τι σε θέλαμε σένα;.. Μπάρμπα, να φύγης. Να φερθούμε...

Επειδή όντας κάτω από τον κάμπο βαθύ φαράγγι, που εδεχότανε σαν όργανο μέσα του τον αχό, έβγανε φωνή, που εμιμιότανε όλα τα λεγούμενα· χωριστά το χτύπο των χτυπιών, χωριστά τη φωνή των ναύτηδων. Κ' ήτανε ευχάριστο το άκουσμα. Επειδή άμα έφτανε η φωνή από τη θάλασσα, τόσο πιο αργά έπαυε η φωνή από τη στεριά, όσο πιο αργά άρχιζε.

Κάθε δειλινάκι, χειμών-καλόκαιρο, όταν έτρεμε ο ήλιος να βασιλέψη, άφινε την αργατειά της, και γνέθοντας πήγαινε ψηλά στη ραχούλα, στ' αγνάντια του χωριού, που δίνουν στο μάτι μεγάλο δρόμο, κι' εκεί κάθονταν, κι' αγνάντευε τη στράτα, ως μια ώρα μακρυά, όσο έκοβε το μάτι της, και με ανίκητη ελπίδα ακολουθούσε τους διαβάτες, που έρχονταν, και μοναχοκουβέντιαζε: — Να! αυτός είναι!

Όλοι χαιρετούσαν τον τυφλό σαν παλιό γνώριμο, αλλά κοίταζαν με καχυποψία τον Έφις. «Εσύ είσαι ακόμη δυνατός και καλοστεκούμενος», του είπε ένας νεαρός σακάτης, «πώς και ζητάς ελεημοσύνη;» «Έχω μια κρυφή αρρώστια που με τρώει και μ’ εμποδίζει να δουλέψω», απάντησε ο Έφις, αλλά ντράπηκε για το ψέμα του. «Ο Θεός λέει να δουλεύουμε όσο μπορούμε∙ μακάρι να μπορούσα κι εγώ.

Όσο πιο γλίγωρα μπορείτε σηκωθήτε της ικεσίας πέρνοντας μαζί τις δάφνες. Κι άλλος εδώ τον λαόν του Κάδμου ας συμμαζέψη. Εγώ ό, τι δυνατόν θα επιτελέσω, κ’ έτσι ή ευτυχισμένοι ή δυστυχείς θενά γενούμε. ΙΕΡΕΥΣ Ω τέκνα, ας εγερθούμε, γιατί πλέον εκείνα που να ζητήσωμε ήλθαμε μας υπεσχέθη και ο Φοίβος που μας έστειλε τους θείους χρησμούς του βοηθός ας έλθη και σωτήρ στην πόλι ετούτη. Στροφή α΄

Προκειμένου περί διάνομής των λαφύρων, ιδού πώς έλυσε το ζήτημα·Βρε παιδιά, είπε, να φορτώσουμε τώρα τα πράγματα όπως είνε, μοιρασμένα κι' αμοίραστα, για να τα κουβαλήσουμε «όσο είνε νωρίς», — ήτον μία μετά τα μεσάνυχτα — κ' ύστερα κάνουμε καλά, όταν θα τα ξεμπαρκάρουμε. Ο λύκος απ' τα μετρημένα τρώει.

Μα εκείνη δεν εμίσησε τόσο τον τύραννό της όσο το Μορφόπουλο. Εκείνος την προστάτεψε όσο μπόρεσε και δε μπόρεσε, την ημέρωσε, της έδωκε θρησκεία και νόμους, εκιντύνεψε πολλές φορές για χατήρι της· μα τίποτα. Για πληρωμή απόχτησε το μίσος της. Ούτε οι τάφοι δεν ήταν ικανοί να στομώσουν την οργή της. Για να φέρνετ' έτσι είχε, βέβαια, το σκοπό της. Του Χαγάνου η ζωή φαινότανε λιγόημερη.

Ξαφνισμένο από Γεράκι Το αθώο το πουλάκι Στα χαμένα περπατάει· Στα χαμένα τριγυρίζει, Και τον τόπο δε γνωρίζει, Μήτε ξέρει πού πατάει· Όσο τρέχει και απετάει, Τόσο ανάφτει και διψάει, Και δροσιά επιθυμεί· Τελοσπάντων αγναντεύει Το νερό οπού χαλεύει, Και στου πόθου την ακμή, Οχ τη βιά του τη μεγάλη Το σημάδι εκείνο σφάλλει, Σε ξερό δέντρο χτυπάει· Πέφτει κάτω σκοτισμένο Και σε χέρια σκλαβομένο Κυνηγού αποκαταντάει.

Βράζει το πλήθος μέσα στους δρόμους. Ο καθένας στη δουλειά του. Ο χωρικός ιδρώνει όξω στον κάμπο. Τα παιδιά τραγουδούν ηρωικά τραγούδια. Ο στρατιώτης γυμνάζεται· ο ρήτορας βγάζει λόγους κι ο φιλόσοφος χαμογελώντας κατεβαίνει στο γιαλό, κι όσο πλύνει τα ποδάρια του στο κύμα που τρέχει, έργα αθάνατα μελετά. Ήσυχος, κι ακάματος βαδίζει ο ποταμός και καμαρώνει. Περηφανέβεται που βλέπει τόση δόξα.

Δε θα γυρέβη στη γλώσσα μας διορισμούς ή ωγύγιους τύπους. Θα θέλη να ξέρη μόνο την αλήθεια, γιατί η αλήθεια βγαίνει πάντοτες ωραιότερη από κάθε φαντασία, όσο νόστιμη κι αν είναι η φαντασία. Χάρη στην αλήθεια, βλέπουμε και στην ψυχή μας μέσα και στων αλλωνών την ψυχή.

Λέξη Της Ημέρας

στάθη

Άλλοι Ψάχνουν