United States or Canada ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τι επάγγελμα έχει; — Είναι ιατροφιλόσοφος και χρησμολόγος, γνωρίζει δε να αναγινώσκη την μοίραν των ανθρώπων και να προλέγη. Ο Πετρώνιος και ο Βινίκιος εισήλθον εις το άτριον, όπου επερίμενεν ο Χίλων Χιλωνίδης, όστις τους εχαιρέτησεν υποκλινέστατα. Ο άνθρωπος όστις ίστατο όρθιος ενώπιόν των είχε κάτι το ποταπόν συνάμα και γελοίον.

Προτιμώ τον Τάσσο και τους μύθους του Αριόστου, που σε κάνουνε να κοιμάσαι όρθιος. — Να τολμήσω να σας ρωτήσω, κύριε, είπε ο Αγαθούλης, αν δε σας δίνει μεγάλη ευχαρίστηση το διάβασμα του Ορατίου;

Του τρίτου πάλι τούβαλε απύρωτο λεβέτι που χώραε μέτρα ως τέσσερα, στιλπνόμορφο έτσι ακόμα. Κι' έβαλε διο του τέταρτου φλουράκια. Και του πέμπτου λαγύνα πλουμοσκάλιστη, ανέγγιχτη καινούργια. 270 Και στάθηκε όρθιος στου στρατού τη μέση και τους είπε «Τ' Ατρέα γιοι κι' οι άλλοι εσείς φτεροποδάτοι Αργίτες, να αλόγων στέκουν έτοιμα βραβεία, αφτά μπροστά σας.

Κατόπιν ο Μαναή την παρουσίασεν εις τον Αντίπαν. Δυο δάκρυα εκυλίσθησαν επί των παρειών του Τετράρχου. Αι λαμπάδες εσβέσθησαν. Οι συμπόται απήλθον, μόνος ο Αντίπας εντός της κενής αιθούσης με τας χείρας εις τους κροτάφους εξηκολούθει να ατενίζη την αιμόφυρτον κεφαλήν, ενώ ο Φανουήλ όρθιος εις το μέσον της μεγάλης αψίδος με τους βραχίονας υψωμένους προσηύχετο.

Το κοράσιον, ανασηκώσαν τον επί των οφθαλμών του επίδεσμον, ηρώτα μετ' ανησυχίας την μητέρα του: «Τι τρέχει; Ποίος είναι;» ο δε φοιτητής, όρθιος πάντοτε, διακόψας την προσήλωσιν εις την θύραν του δωματίου του ιατρού, έστρεψε τον υγιή οφθαλμόν προς την είσοδον της τραπεζαρίας. Όλοι μετά περιεργείας επερίμενον την εμφάνισιν των ανερχομένων. Επί τέλους η θύρα ηνοίχθη.

Μα πάντα πρώτος να μιλάς σ' αρέσει... μα ντροπής σου... 478 Ζά' ναι, σου λέω, και τώρα ομπρός τα ίδια, του Εβμήλου, 480 σαν πάντα, κι' όρθιος στέκει αφτός τα γκέμια του κρατώνταςΘύμωσε τότε ο αρχηγός των Κρητικών και τούπε «Αία, κορμί φιλόνεικο, κακόγλωσσε, άμε πάρε παράδειγμα απ' τους άλλους νιους, τι ο νους δε σούχει σέβας.

Ο Κωνσταντίνος ερρίφθη εις τους πόδας του πατρός του και ο Ηράκλειος τον ενηγκαλίσθη μετά δακρύων ενώπιον του απείρου πλήθους, μετά συγκινήσεως παρισταμένου εις το θέαμα. Εκείθεν ο αυτοκράτωρ διέπλευσε τον Βόσπορον και διά της Χρυσής Πύλης εισήλθε θριαμβευτικώς εις την πόλιν, όρθιος επί άρματος συρομένου από τεσσάρας ελέφαντας, λάφυρα και τούτους του πολέμου.

Δυο λιοντάρια πέφτανε απάνω της και πολεμούσαν ποιο θα την πάρη. Έρριξε μια κραυγή και ξύπνησε: τα με γουναρικό στολισμένα γάντια έπεσαν ξαφνικά στο στήθος της. Με τη φωνή, σηκώνεται όρθιος ο Τριστάνος, θέλει να πάρη από χάμω το σπαθί του και στη θέσι του βλέπει το Βασιλικό σπαθί με τη χρυσή λαβή. Και η Βασίλισσα βλέπει στο δάχτυλό της το δαχτυλίδι του Μάρκου: «Άρχοντα, φωνάζει, δυστυχία μας!

Εκείνος δεν κινείται, δε μιλά και ο γέρος το σκάει σιγά σιγά προς τα επάνω, ανάμεσα στους θάμνους και στις πέτρες, χωρίς να στρέψει πίσω, μεγαλόσωμος και μαύρος στο γαλάζιο φόντο του βουνού. Μόνο όταν δεν τον έβλεπε πια κατάλαβε ότι δεν ονειρευόταν και πετάχτηκε όρθιος, αλλά του φάνηκε ότι ένα χέρι τον τραβούσε προς τα κάτω αναγκάζοντάς τον να ξανακαθίσει, να μείνει ακίνητος.

Ο Γύφτος επέμεινε να μείνη όρθιος, και τότε ο ξένος ηναγκάσθη να μετέλθη έκτακτόν τι μέσον, να σύρη αυτόν εκ της χειρίδος, ίνα τον βιάση. Ο Γύφτος δεν ηδύνατο ν' αντιστή επί πλέον, και υπήκουσεν. — Ελέγαμεν λοιπόν, μάστορη; είπεν ο ξένος με καθαράν φωνήν. — Τι διατάττει ο άρχων, είπεν ο Γύφτος με φωνήν υποτρέμουσανΝα μην έχης κανένα δισταγμόν, είπεν ο άρχων. — Τι θέλει ο άρχων;