Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025


Περπάτησε όλη τη νύχτα και όλη την επόμενη μέρα, κάτω κατά μήκος της κοιλάδας του Ισάλε, μέχρι που έφτασε στη θάλασσα. Εκεί έπεσε στο χώμα, ανάμεσα σε δυο θάμνους φιλλυρέας, και του φάνηκε πως γύρισε στο χωριό του αφού έκανε το γύρο του κόσμου.

Ξύπνησε, μικρομάννα, το παιδί σου και κλαίει· ξύπνησε! Γύρισε στο δωμάτιο μ' αποστροφή. Η μοναξιά του φαίνονταν μεγαλείτερη και πιο αβάσταγη τώρα. Έρριξε τα μάτια στο μετόχι του κι ανατρίχιασε. Το σκαμμένο χώμα ασπρολόγαε. Ανάμεσα στους σωρούς, τα χαντάκια έχασκαν σαν τάφοι ορθάνοιχτοι. Από πάνω τους ανάδευαν τα σκοτάδια με σιγαλό και κρύο ανάδεμα.

Εγέμισαν αμελώς και όχι με μεγάλην προσοχήν τον τάφον από ένα χώμα, που ήτο αρκετά πορώδες, εις τρόπον ώστε ολίγος αήρ να μη ήτο αδύνατον να εισέρχεται. Ήκουσε βήματα επάνω από το κεφάλι του και προσεπάθησε να δώση να εννοήσουν την ύπαρξίν του. Κατ' αυτόν, ο θόρυβος του πλήθους επάνω εις το έδαφος του κοιμητηρίου συνετέλεσε να εξυπνήση αυτός από τον βαθύν του ύπνον.

Έρριξαν επάνω του χώμα πολύ και φύτεψαν πολλά ήμερα χόρτα κ' εκρέμασαν επάνω στον τάφο του τα προφαντά από τα σπαρτά· μα και γάλα του έχυσαν και σταφύλια έζυψαν και σουραύλια πολλά έσπασαν.

Προτού σηκωθή ο ήλιος, ο Βασιληάς καλπάζει όξω από την πόλι, στον τόπο οπού συνήθιζε να δικάζη! Διατάζει να σκάψουν λάκκο στο χώμα και να τον γεμίσουν με χοντρές και κοφτερές κληματόβεργες κι' αγκάθια άσπρα και μαύρα, βγαλμένα από την γη μαζύ με της ρίζες τους. Πρωί-πρωί, χτυπάνε τα τύμπανα για να μαζευτούν αμέσως οι άνθρωποι της Κορνουάλλης.

Επίσης δεν είνε ανάγκη μαντείας διά να γνωρίζωμεν ότι, εάν δεν σκεπάσωμεν τον σπόρον και δεν ακολουθή τον γεωργόν υπηρέτης ο οποίος να σύρη το χώμα με δίκελλαν επ' αυτών, θα έλθουν τα πτηνά και θα φάγουν προκαταβολικώς όλην την ελπίδα του θέρους.

Βλέπε κάλλιο το στεφάνι που φέγγει γύρω στο πρόσωπό μου. Κάλλιο άκουγε τον πόνο που βγαίνει με τη φωνή μου. Πόνο μήτε για σένα μήτε για μένα, μόνο για τους μύριους που θα τους σκεπάση αυτό το χώμα.

ΒΑΓΚΟΣ Πόσον να θέλη απ' εδώτο Φόρες;... Ω! Τι είναι αυτά τα όντα τ' άγρια, τα καταζαρωμένα; Δεν 'μοιάζουν κάτοικοι της γης αν και πατούν το χώμα! Τι είσθε; Ζήτε; Άνθρωπος 'μπορεί να σας λαλήση; Αποκριθήτε! Φαίνεσθε ωσάν να μ' εννοήτε, διότι αναιβάζετε η κάθε μια συγχρόνως το ξεραμένο δάκτυλοτα μαραμένα χείλη. Αν έλειπαν τα γένεια σας θα έλεγα ότ' είσθε γυναίκες!

Φέρτε το σουγιά σας να τις βγάλωμε με το χώμα ! Για κυττάξτε καλέ, είναι μια θάλασσα κόκκινη!-κι όλα τα κεφαλάκια τους μαζί !. . . Κι ο Νίκος έτρεξε και σκυμμένοι οι δυο τους, με τα κεφάλια τους μαζί σαν τις ανεμώνες, ξερρίζωναν τα λουλούδια σαν αίμα και σαν χείλια αιματωμένα απ’ τα φιλιά. Τί κόκκινα που ήταν και τα δικά τους τα χείλια-και πριν ακόμα αιματωθούν απ’ τα φιλιά!

Εν τούτοις ουδείς μάρτυς παρέστη εις το τέλος της σκηνής ταύτης. Η χλόη εφαίνετο πεπατημένη την επαύριον, και χώμα είχε σωρευθή ενιαχού όπως καλύψη το αίμα, όπερ έκαμαν να ρεύση τα δήγματα του Χόμο. Όπισθεν δε του ερήμου νερομύλου, εις μέρος απάτητον και απρόσιτον, μεταξύ θάμνων και βάτων, μέγας σωρός χώματος ομοιάζων με τάφον είχεν εγερθή.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν