United States or Singapore ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η δε Ανδριάνα με την μίαν χείρα επί της ανοικτής θύρας, εδείκνυε διά της άλλης την έξοδον, και ασθμαίνουσα δεν ηδύνατο ν' αρθρώση τας λέξεις τας οποίας επροσπάθει να προφέρη•― Φύγετε, κρυφθήτε! Ευρέθημεν όλοι δια μιας έξω εις τον δρόμον μετά της Ανδριάνας. Πού επηγαίνομεν ; Τι ηθέλομεν; Έμφυτός τις ορμή διηύθυνε τα διαβήματά μας μακράν της πύλης του χωρίου. Εφεύγομεν τους Τούρκους.

Διελθών το μικρόν σχολείον του χωρίου του εμβαρκάρισεν ο νεανίας με του πατρός του την σκούναν, μικρός-μικρός ονειρευθείς την θάλασσαν ώς τινα θελκτικήν και ανέφελον ζωήν, θαρρών ότι ο εν πελάγει πλους ωμοίαζε προς το καραβάκι του το μικροσκοπικόν που το εκαράβιζεν εις την προ του οίκου των ήρεμον παραλίαν.

Απ' εκεί θα επερνούσαν όλα τα παιδία της κάτω ενορίας, δηλαδή τα δύο τρίτα των παιδιών του χωριού, εις το γύρισμά των από την επάνω ενορίαν, ότε θα είχαν ικανά κέρματα εις τα θυλάκιά των. Ο Παλούκας δεν εσκέφθη περισσότερον.

Ο Γκεσούλης, μικρό κουταβάκι, πριν ανοίξη ακόμα τα μάτια του, είχε ριχτή στο φάραγγα, είδος Κεάδα του χωριού, μ' άλλα έξη-εφτά ομογέννητα αδερφάκια του, γιατί ο αφέντης της μάννας του, θέλοντας να δοκιμάση την αξία όλων των κουταβιών πούχε γεννήσει η σκύλλα του εκείνες τες μέρες, τάβαλε όλα απάνω σ' ένα λυκοτόμαρο, και μόνο δυο κουτάβια, που απ' όλα συνταράχτηκαν και σήκωσαν τη μύτη τους κι' έβγαλαν ένα μικρό γουρλητό, αυτά κράτησε, για να βυζαίνουν το γάλα της σκυλομάννας, γιατί αυτά τα κουτάβια θα γίνουνταν καλύτερα και φοβερώτερα κι' ως μαντρόσκυλλα κι' ως αυλόσκυλλα, και τάλλα τα πέταξε στο φάραγγα κρυφά από τη μάννα τους, που τ' αγαπούσε η καημένη όλα ίσια, κι' είχε για το καθένα ξεχωριστό βυζί στην κοιλιά της.

Αλλά την επιούσαν ο χωρικός, λησμονήσας και τον ξένον, και τας προφητείας, και τας υποσχέσεις του, ητοιμάζετο να μεταβή εις τον ναόν του χωρίου, όπως βαπτίση το βρέφος του. Εξαίφνης όμως η Αυτοκρατορική φρουρά παρουσιάζεται ενώπιον της καλύβης, και μετ' ολίγον ο Αυτοκράτωρ Ιβάν μετά λαμπράς συνοδείας εμφανίζεται, ζητών παρά του εκπεπληγμένου χωρικού το βρέφος διά να βαπτίση αυτό.

Και τι θα κάμουμε μαθές τώρα σαν αγριέψουν οι Τούρκοι, που είμαστε και στου χωριού την άκρη! γυρίζει και λέει της Ασήμως σαν άκουσε το δεύτερο φονικό. — Δε θα τα φαν τα γουρούνια σου οι Τούρκοι, κ' έννοια σου. Μόνον τρέχα στο λείψανο. Στάσου! νάρθω κ' εγώ. Στοχάστηκε πως καλλίτερα να πάη κι αυτή, μια και τους ξαπόλυκε τους Τούρκους, να τάχη καλά με τους Χριστιανούς, ανίσως και σηκωθή πόλεμος.

Η ΠΑΤΡΙΔΑ Δράμα πατριωτικόν εις πράξεις τέσσαρας σχήμα 8ον Η ΠΑΡΓΑ Δράμα πατριωτικόν εις πράξεις τέσσαρας σχήμα 8ον Ο ΕΘΕΛΟΝΤΗΣ Πολεμικόν ειδύλλιον εις πράξεις τρεις μετ' ασμάτων και χορών Η ΜΟΡΦΩ Δράμα ειδυλλιακόν εις πράξεις τρεις Ο ΠΡΟΕΣΤΟΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ Κωμωδία εις πράξ. 3 ΤΑ ΔΙΠΛΑ ΣΤΕΦΑΝΑ Δράμα εις πράξεις 3 ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΕΣ ΔΑΦΝΕΣ Πολεμικά και πατριωτικά ποιήματα μετά καλλιτεχνικών εικόνων σχ. 8ον

Τα φώτα τα εκλάμποντα εν μαρμαρυγαίς θαμβωτικαίς, ο καπνός του θυμιάματος, η ευωδία η άρρητος, η γλυκύτης της τελετής, η μεγαλειότης των ιερέων, αι κατάφορτοι εκ των αφιερωμάτων πανάρχαιοι εικόνες, εκείνος ο Παντοκράτωρ του Πανσελήνου ο υπερθαύμαστος, προσέδιδον εις την εορτήν μυστηριώδη γοητείαν. Το σπίτι μας είνε εις την ακροθαλασσιάν. Ένα αρχαίον, των ιδρυτών του χωρίου, σπίτι.

Στην στιγμή έτρεξαν κι' οι γειτόνοι, σήκωσαν τον ξένο στα χέρια και τον έβαλαν ψηλά στην προκόβα, πούχε στρωμένη η Κώσταινα, και τον σκέπασαν με την καινούργια την στέργα, ενώ ο προύχοντας, νομίζοντας ότι προσβάλλονταν η φιλοτιμία του, επέμενε να σηκώσουν τον άρρωστο και να τον πάνε στο σπίτι του, γιατί είταν προσκαλεσμένος του, και να μη τον αφήση να κοιταστή σε άλλο σπίτι, και μάλιστα στης φτωχότερης και της ορφανώτερης του χωριού, αλλ' η Κώσταινα δεν έστρεγε, και του είπε με μύτη: — Εδώ πώπεσε, αφέντη, ο άνθρωπος, εδώ και θα μείνη, κι' αν είμαι φτωχή, ο άντρας μ' να ζήσ'... ποιος ξέρ':..

Η ακατανόητος αύτη και υπερανθρώπινος καρτερία παρετάθη μέχρις ου αι σάρκες ήρξαντο καταρρέουσαι υπό σήψεως και απογυμνούσαι το κρανίον. Τότε ο Λαμπέτης αλλά τότε μόνον, απεφάσισε να χωρισθή από του νεκρού και φθάσας εις Παλάτια άνωθεν του χωρίου Πέντε Ορίων, ανέσκαψε την γην παρά τους πόδας αποτόμου πέτρας και ενεταφίασε την κάραν.