United States or Togo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η γεύσις της ρίζας υπόγλυκος, έχει αποφοράν βαρείαν ως την του κωνίου. Εκ του καρπού ή της κυνάρας αυτού εξάγεται ο ιξός. Πρό τινων ετών ολόκληρος οικογένεια εκ του χωρίου Σύβρου, περιλαμβανομένου, σήμερον εις τον δήμον Ευγηραίων, απατηθείσα, εκ της ευαρέστου γεύσεως της ρίζης, απώλετο εν τη πατρίδι μου. Τα φύλλα αυτού ακανθώδη ποικιλόχροα, όθεν βεβαίως και το όνομα.

Τω όντι, επάνω εις την ωραιοτέραν του λιμένος θέσιν, επάνω εις το υψηλότερον του χωρίου μέρος, επάνω εις ένα βράχον λευκόν, λευκότερον από το κύμα, το οποίον τον έλουεν ημέραν και νύκτα, οι τηνιακοί τέκτονες έκτισαν πάλλευκον καλόν μέγαρον, ως εξαφρισθέν εκεί υπό νηρηίδων από του βυθού, με δύο ορόφους, με ογκώδη και υψηλήν πύλην, με μεγάλα παράθυρα, με μαρμάρινον πάγκαλον εξώστην, όπου καθήμενος ο καπετάν-Τσούρμας ο Παπαργυρός εκάπνιζε τα τσιμπούκι του κ' εκαμάρωνε, δίπλα του αραγμένας, της δύο σκούναις του, ότε κατέπλεον, περνώσαι μόνον και μόνον ίνα τον χαιρετίσουν και τας χαιρετίση, επειδή δεν εταξείδευε πλέον, παραδώσας την κυβέρνησίν των εις τον μονογενή αυτού υιόν.

Και μόνον οι γυναικούλες του χωριού, που δεν είχανε ξεχάσει τον τρελλό με τα μακρυά ολόξανθα μαλλιά, με το χλωμό πρόσωπο και τα βαθουλωμένα μάτια, αναστέναζαν βαθιά: «Ω! ευτυχισμένε, που είδες τον ΠροφήτηΚι' από τότε, όταν γυρίζουν οι γυναικούλες καλοκαίρι κι' άνοιξι απ' τα χωράφια και τις ακροποταμιές, γλυκομιλούν και λένε ακόμα για τον ωραίο τον Προφήτη.

Τι κάμνει όμως; Ανεβαίνει το αίμα του, και προστάζει να θανατωθούν πάμπολλοι από τους προύχοντες, να δημευτούν τα υπάρχοντά τους, να σταματήση το σιτηρέσιο που λάβαινε ο δήμος, και τέλος να κατεβαστή η Αντιόχεια σε σειρά μικρού χωριού.

Μες από τα σπίτια του Μικρού Χωριού βασίλευε αμολόγητος φόβος, όξω από τα σπίτια χιόνιζε ακατάπαυτα.

Αναπαυθείς ολίγον ο Καραϊσκάκης, άμα εφάνη η ημέρα, περιήλθε το Ελληνικόν στρατόπεδον και επαρατήρησε τας παρά των εχθρών κατεχομένας θέσεις. Ιδών δε ότι επί της κορυφής τινος λοφιδίου προ του χωρίου επροσπαθούσαν οι εχθροί να κατασκευάσωσι προμαχώνα, το οποίον ήθελεν αποβή φθοροποιόν εις τους Έλληνας, απεφάσισε να τους αντικρούση εις τον σκοπόν των και να ματαιώση το σχέδιόν των.

Η φήμη όμως διέδωσε και η παράδοσις του μικρού χωρίου διέσωσεν ότι η χήρα η Αλτανού, εκεί οπού εμοιρολογούσεν από πάνω από το όρυγμα ανακαλούσα το τελευταίον ναυτόπουλό της, τον Μανώλην της, το ώμορφο θαλασσοπούλι της, ως τον ωνόμαζε τώρα με τους παθητικούς της θρήνους, η άπαις και έρημος μητέρα, εξαπατηθείσα από τον σχηματιζόμενον αντίλαλον οπού επανελάμβανε γοερώς το γλυκύ όνομά του, έκυψε τόσον πολύ η άμοιρος, ώστε, επάνω εις την έκστασίν της εκείνην, έπεσε μέσα εις αυτό να συναντήση θαρρούσα το τελευταίον παιδί της . . . .

Μέχρι του τεσσαρακοστού έτους της ηλικίας του είχε σκοπόν να γείνη καλόγηρος, και συχνά επεσκέπτετο το ιερόν Κοινόβιον, μίαν ώραν μακράν του χωρίου, ευχαριστούμενος εις τον ησυχαστικόν βίον. Αλλ' αιφνιδίως όταν επάτησεν εις το πεντηκοστόν έτος, μετέβαλε γνώμην και ενυμφεύθη.

Ήτανε γεμάτος από τους παλιούς κόσμους του χωριού και της πολιτείας κι' ήθελε να ξεχάσει, να εξατμισθεί στον ανοιχτόν αέρα. Η θάλασσα σιγομιλούσε μ' ένα πλιφ-πλαφ στα πλευρά του καραβιού, δε μπορούσεν όμως να καταλάβει τι έλεγε. Εδώ κι' εκεί στιγματιζόταν από φωτεινά ξεφλύδια και της γνώριζε τ' ασημένια ψήγματα του χαμογέλιου της.

Όταν δε τύχη να έλθη εξ άλλου χωρίου καμμία γυνή κ' εγκατασταθή εκεί νυμφευομένη, ευθύς όλων η προσοχή και όλων η κρίσις προς αυτήν στρέφεται. Καθένας ο οποίος θα την πλησιάση και θα της ομιλήση, θα ήνε διά την πτωχήν νεόφερτον ανακριτής επίφοβος, του ύφους και του χαρακτήρος, της φωνής και του βαδίσματος και αυτής της ψυχής της, μέχρι των ελαχίστων λεπτομερειών.