Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 15 Ιουνίου 2025


Ταξίδεψα κάποτε, — μας έλεγε ο Μήτρος, — με τη δασκάλα ενού χωριού. Ο δρόμος μας ήτον μακρινός, κ' είχαμε συντροφιά τον αγωγιάτη μας, δυο μεσόκοπους πεζούς κ' ένα νιοστεφανωμένο αντρόγυνο. Η δασκάλα τότε πρωτοπήγαινε στο χωριό, ύστερ' από τέσσερα πέντε χρόνια που μαθήτευε στα σχολειά του Κεστοράτη.

Περισσότερον από τον Μανώλην σαστισμένος ήτο ο σκύλος του, όστις τον ηκολούθει από κοντά, με την ουράν εις τα σκέλη, περιδεής προσβλέπον τους σκύλους του χωριού, οίτινες προσέτρεχον πανταχόθεν, όχι διά να χαιρετίσουν, αλλά διά να επιτεθούν κατά του αυθάδους ξένου, όστις εισήλθεν εις το κράτος των, χωρίς να ζητήση την άδειάν των.

Ήτο ήδη μεσονύκτιον, και το ρεύμα της θαλάσσης, ή το απόγειον της ξηράς, τους είχεν εξωθήσει μικρόν κατά μικρόν, διότι δεν είχον πηδάλιον, βορειότερον, αντικρύ εις τα τρέμοντα φώτα του υψηλού χωρίου, τα οποία εφαίνοντο πλησιέστερον τώρα, και δίπλα εις το μεμονωμένον παρά την βορειανατολικήν ακτήν βραχώδες νησίδιον, το οποίον ήτο η φυλακή ολίγων κονίκλων, ριπτομένων εκεί από τους νησιώτας, και το ανάκτορον όλων των γλάρων και άλλων θαλασσίων ορνέων.

Μια κορασίδα αγάπησε, μια λυγερή παρθένα, Τη Μάρω την πεντάμορφη, την πολυζηλεμένη. Που την εγύρευαν πολλοί, την αγαπούσαν χίλιοι Κι’ είταν αστέρι του χωριού της γειτονιάς καμάρι Και της μαννούλας της χρυσή κι’ ολόχαρη ελπίδα. Καμμιά δεν την εδιάβαινε, καμμιά δεν την περνούσεν. Απ’ όσες κι’ αν ευρίσκονταν σ’ Ανατολή και Δύση.

Ο Χρήστος ήτο ο υψηλότερος νέος του χωρίου μας, εύρωστος και γενναίος, σωστόν παλληκάρι. Αλλ' ο κίνδυνος κάμνει και τον δειλόν γενναίον. Καταιβάζει διά μιας τον δεξιόν του βραχίονα και σφίγγει κάτω από την μασχάλην τον λαιμόν της λυκαίνης, αρπάζει με την αριστεράν την κεφαλήν της και προσπαθεί να την πνίξη! Τότε ήρχισε πάλη φοβερά.

Τα καλτερίμια των ανηφορικών δρόμων του χωριού, η πέτρινες ρούγες, τα μαρμαρένια πεζούλια, η αφρόπλακες και τ' ασπρολίθια των σπιτιών γιάλιζαν, λαμπύριζαν στο σεληνόφωτο. Άνοιγαν ανάρια κι αραδαριά τα παραθύρια τα καγγελωτά, σα βάρυπνα μάτια μεγάλα, κ' έφεγγαν μέσα τα σπίτια. Ύστερ' άνοιγαν πόρτες και παραπόρτια κ' εχύνονταν στους δρόμους πλήθος άντρες και γυναικόπαιδα κ' έπερναν τον ανήφορο.

Αυτή η Μαχώ είχε διηγηθή άλλοτε εις τον υιόν της, τον Φάλκον, ότι είδε με τα μάτια της, ένα μεσημέρι, νεράιδες να χορεύουν, από το ύψος του Ερήμου Χωριού, όπου ευρίσκετο, μίαν φοράν, όταν ήτο μικρά κόρη ακόμη, καταντικρύ, επί της κρημνώδους ακτής του Κουρούπη.

Ο Καραϊσκάκης ιδών αυτούς διευθυνομένους προς το Τουρκοχώριον και υποθέτων ότι έμελλον να διαβώσι διά της Φοντάνης, παρέλαβε μεθ' εαυτού τινάς των ιππέων και έως τριακοσίους πεζούς και μετέβη εις Τουρκοχώριον, όπου κρύψας όλους εις τα ερείπια του χωρίου, τους διέταξε να περιμένωσιν, έως ου να πλησιάσωσιν οι εχθροί.

Το έργον τούτο, λείψανον της βαρβαρότητας των ηθών, δεν έκρινε δι' άλλον λόγον αναγκαίον να το μεταχειρισθή, ειμή να κάμη να φανώσιν ένοχοι εις τους Τούρκους οι κάτοικοι του χωρίου και να χάσωσι την ελπίδα του να υποταχθώσι πάλιν εις τους εχθρούς . Επέγραψαν δε εις αυτό· «ΤΡΟΠΑΙΟΝ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΒΑΡΒΑΡΩΝ». Εις τας δύο πλευράς του έχοντος την επιγραφήν ταύτην λίθου ετέθησαν αι κεφαλαί του Κεχαγιάμπεη και Μουσταφάμπεη.

Μετά τινας ακόμη εφόδους των σκύλων, εις τας οποίας ο Μανώλης έχασε μέρος της βράκας του αποσχισθέν, ο δε σκύλος του μέρος του αυτιού του, έφθασαν εις το Τσαρσί, την αγοράν του χωριού, μικράν οδόν λιθόστρωτον, εις το κέντρον της τουρκικής συνοικίας, με μαγαζιά εκατέρωθεν, τα οποία σχεδόν όλα ήσαν κυριολεκτικώς παντοπωλεία, δηλαδή καφενεία, καπηλεία, μαγειρεία, μπακάλικα και υφασματοπωλεία εν ταυτώ.

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν