United States or Central African Republic ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο γραμματικός του Καπετάν Πασά είνε Χριστιανός, ομοεθνής μας, ο λοστρόμος Χριστιανός, σ' όλα τα καράβια είνε ασκέρι Χριστιανοί. Στη φεργάδα είνε το ένα τρίτο. Ο ιερεύς τον ήκουε σύννους. Ο Κουμπής εξηκολούθησεν: — Αν θέλης, παπά μου. Σ' επροτίμησα ως ενορίτη μου. Αν δεν θέλης, θα προσκαλέσω τον παπά-Φραγκούλη, τον σύντροφόν σου στον Χριστό, ή τον παπά-Δανιέλο απ' τον Άι-Νικόλα.

Η ευδαιμονία είναι πάντοτε εκεί όπου έκαστος την βλέπει. Είθε επί μακρά έτη να είναι γεμάτος από τριαντάφυλλα ο δρόμος σας. Σου εύχομαι παν ό,τι επιθυμείς! — Σε ευχαριστώ· ενόμιζα ότι θα με εμέμφεσο, και βλέπεις ότι θα ήτο ματαιοπονία. — Εγώ να σε μεμφθώ; Τουναντίον σου λέγω ότι καλώς πράττεις, θα σου κάμω και μίαν ερώτησιν· είσαι χριστιανός;

Δεν τον απήγαγον μετά των άλλων. — Τι σκέπτεσαι να κάμης; — Να την σώσω ή να αποθάνω μετ' αυτής. Και εγώ είμαι χριστιανός. Ο Βινίκιος εφαίνετο ότι ωμίλει με αταραξίαν, αλλ' εις την φωνήν του έπαλλεν οδύνη τόσον σπαρακτική, ώστε η καρδία του Πετρωνίου εθλίβη. — Σε εννοώ, είπεν· αλλά πώς θα την σώσης;

Και κατές είντα μούπε; Σε 'δε, λέει, πως δεν είσαι καλός χριστιανός, γιατί πήαινες να δουλέψης μέρα σκόλη, και γιαυτό 'βαλε στο νου του να σε κάμη Τούρκο. — Η αμαρτία, μουρμούρισε η Σιφογιάννενα. — Δε σας είπα πως ο Μόχογλους δεν είνε κακός; Μαγάρι νάσαν κιάλλοι Τούρκοι σαν κιαυτόν. Μόνο να μην είνε στα μεράκια και τα μπουριά του. Ώστε να με δη, ένιωσε γιατί πήα κιάρχιξε να γελά.

Αλλ' ενώ περιμέναμε, φάνηκε από ψηλά ένας βοσκός χριστιανός και φώναξε: — Δάσκαλε, αι δάσκαλε! Είντα κάθεσ' ατουδά κιο Χόντζας πήε πλεια πάνω με τα Τουρκάκια; Είνε στον Άη Γιάννη. Τα ψαλιδωτά γένια, ανατρίχιασαν. Ο δάσκαλος μουρμούρισε μια βρισιά, έπειτα γύρισε και μας είπεν, ως θα μας έδιδε το παράγγελμα «Γεμίστε!». — Πάρετε πέτρες!

Εγεννήθη μ' ένα μεγάλο κεφάλι. Ύστερα, εμεγάλωνε το παιδί, εμεγάλωνε και το κεφάλι του. Ένα τέρας. Η κακαίς η γλώσσαις καθήσανε και λογαριάσανε τους μήνους, από την ημέρα που γεννήθηκε, κ' εβγάλανε πως επιάσθη Μεγάλη Παρασκευή. Τόσο εβούιξεν ο κόσμος όλος. Ο Παπα-Δράκος, ο πατέρας του, ένας καλός χριστιανός, παπαδοπαίδι και αναγνώστης με μια ώμορφη γυναικούλα, μικρούλα σαν κουκλίτσα.

Ύστερα, από αρκετή λογομαχία βρέθηκε τέλος ο Ιοβιανός, ο πρώτος Δομέστικος. Μικρόψυχος άνθρωπος, απονήρευτος όμως, αγαπημένος, και το κάτω κάτω Χριστιανός αποφασισμένος να ξαναφέρη όσα συστήματα κατάτρεχε ο προκάτοχος του. Αυτά όμως αργότερα. Έπρεπε πρώτα, να ξεγλυτώση ο στρατός από του Πέρσου τα νύχια.

Χωρίς άλλο την εικόνα αυτήν του Σωκράτους είχεν υπ' όψιν, πολλούς αιώνας βραδύτερον, ο Χριστιανός Έρασμος, όταν ανεφώνει εν κατανύξει: — Άγιε Σωκράτη, προσευχήσου υπέρ ημών.

Και είπε: — Θάψατέ τον εις τον κήπον. Άλλος ας φέρη την επιστολήν μου εις τον οίκον μου. Εφάνη εις τον Χίλωνα, ότι οι λόγοι ούτοι ήσαν η εσχάτη απόφασις. Υπό το φοβερόν σφίξιμον του Ούρσου τα οστά του ήρχισαν να τρίζουν, οι οφθαλμοί του ήσαν πλήρεις δακρύων. — Δι' όνομα του Θεού σας, έλεος! εφώναξεν. Είμαι χριστιανός! . . . Ειρήνη υμίν!

Οι δύο βοσκοί εβοήθησαν τον παπάν να πεζεύση, εξεφόρτωσαν το δισάκκιον με τα ιερά, εισήλθον όλοι εις την καλοκτισμένην καλύβην, όπου υπήρχε θάλπος εστίας, και οσμή αγροτικής οικοκυροσύνης. Η λεχώ άμα τους είδε, χλωμή, μελαψή, ανεσηκώθη επί της κλίνης. — Ας γείνη χριστιανός, εψιθύρισεν. — Ας μβη στου Θεού τη στράτα, παιδί μου, συνεπλήρωσεν η μήτηρ της.