Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 21 Ιουνίου 2025
ΘΕΡΑΠΩΝ Ζούνε; Τι λες; Τη συμφορά δεν ξέρεις του σπιτιού μας; ΗΡΑΚΛΗΣ Όχι. Εκτός αν ψέμματα ο κύριος σου είπε. ΘΕΡΑΠΩΝ Είναι πολύ φιλόξενος, και για να μη λυπήση τον ξένο του. ΗΡΑΚΛΗΣ Λέγε λοιπόν τι συμφορά σας βρήκε; ΘΕΡΑΠΩΝ Πήγαινε στο καλό εσύ χαρούμενος. Οι άλλοι εμείς ας τηνε κλάψωμε τη συμφορά του αφέντη. ΗΡΑΚΛΗΣ Δεν φαίνεται απ' τα λόγια σου να πρόκειται για ξένον.
Είναι χαρούμενος, ο ντον Πρέντου∙ ξαναπάχυνε και η χρυσή αλυσίδα δεν κρέμεται πια τόσο στο μαύρο του γιλέκο. «Γιατί γύρισες εδώ, βλάκα; Εάν ερχόσουν στο σπίτι μου θα σου έπεφτε άσχημα; Είσαι σαν το γάτο που επιστρέφει και αν ακόμη τον απομακρύνουν κλεισμένο μέσα σ’ ένα σάκο. Άντε, πάμε∙ θα σε βάλω στο κρεβάτι της Στεφάνα.»
Ολοένα και περσότερο γινότανε χαρούμενος και προχώρεσε παρέκει ως το λιβάδι κάτω, όπου είναι το μικρό εξοχικό βασιλικό παλάτι, κι όταν βγήκε όξω στο δρόμο άρχισε να τρέχη. Έτρεξε, έτρεξε κι όταν έφτασε στην ψηλή πόρτα με τα κάγκελα, είδε πως είτανε πάλι κοντά στο σπίτι.
Έγερνε ο ήλιος φλογερός, απανωθιώ στη δύση, Πανώριος, αχτιδόπνιχτος, αστραποφορεμένος, Σα βασιλιάς περήφανος, άξιος και παλληκάρι. Από τες νίκες τες πολλές και την πολλή τη δόξα, Όταν γυρίζη αγέρωχος στα ολόχρυσα παλάτια, Ν’ αναπαυτή χαρούμενος πο τους πολλούς του κόπους, Να φάη να πιή και να ριχτή, σ’ ολόχρυσο κρεββάτι.
Μπα! βλέπεις Τι γράφει στο γράμμα; θάρθη, λέει, στο γάμο και θα μας στεφανώση αν θέλουμε. .. — Αν θέλουμε! ακούς αν θέλουμε· είπε χαρούμενος ο Δημητράκης, παίρνοντας το γράμμα από τα χέρια της. Ο Αριστόδημος πηγαινορχόταν απ' άκρη σ' άκρη στην ταράτσα, κουνώντας το ραβδί και καπνίζοντας το πούρο του αφρόντιστα.
Αλλά ο Ύβαινος είναι χαρούμενος. Η Ιζόλδη φεύγει και ο Ύβαινος την οδηγεί. Η απαισία συνοδεία κατεβαίνει έξω από την πόλι. — Πήραν το δρόμο που είναι κρυμμένος ο Τριστάνος. Ο Γκορνεβάλης αφήνει κραυγή: — «Τι θα κάμης; Να η φίλη σου!» Ο Τριστάνος τραβάει τάλογό του όξω από το θάμνο. — Ύβαινε, αρκετά της κράτησες συντροφιά. Τώρα άφησέ τη, αν θέλης να ζήσης!» Ο Ύβαινος ξεκουμπώνει το μαντύα του.
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνης• «Ξένε, πολύ καλόγνωμα τα λέγεις, ως πατέρας εις το παιδί του, και απ' τον νου ποτέ δεν θα μου φύγουν. αλλ' έλα μείνε, μ' όση βια και αν έχης 'ς το ταξείδι, όπως αφού πρώτα λουσθής κ' ευφράνης την ψυχή σου, 310 γυρίσης 'ς το καράβι σου χαρούμενος με δώρο πολύτιμο πανεύμορφο, θησαύρισμα να το 'χης από εμένα, ως δίδουν τα των ξένων φίλοι ξένοι».
Προσκυνήσας δε τον βασιλέα ανεχώρησα εις τον οίκον μου χαρούμενος, και πολλά ευχαριστημένος διά την τιμήν και τα δώρα, που με εφιλοδώρησε διά τον κόπον μου και ούτως έμεινα εδώ εις την πατρίδα ευεργετώντας συγγενείς και φίλους, αποκτώντας υποστατικά και κτίζοντας διάφορα παλάτια, ως το βλέπετε, και άλλα παρόμοια κτίρια έως την σήμερον, συνευφραινόμενος με τους συγγενείς και φίλους μου.
Τότε ο νους της κατά μικρόν απεσπάσθη. Ούτε επρόσεχεν εις τα κωλύματα της μητρός της. Ούτε το αμπελάκι της εσυλλογίζετο, ούτε την άλλην οικιακήν εργασίαν. Το σώμα μόνον το γήινον ευρίσκετο ακόμη εν τω μικρώ χωρίω, ο νους της, πτερωτός άγγελος, επέτετο πλέον μακράν, χαρούμενος, ως αετός αιθέριος.
Πολύ συχνά ο άνθρωπος ‘ς το ψυχομαχητόν του αισθάνεται χαρούμενος, και οι τριγυρινοί του το ονομάζουν αστραπήν προ του θανάτου τούτο. Ιδού, κ' εμένα είν' αυτό η αστραπή μου τώρα! Αγάπη μου, γυναίκα μου! Ω! της αναπνοής σου το μέλι το ερρούφησεν ο Θάνατος· αλλ' όμως ακόμη δεν εκάλυψε την ωραιότητά σου, ακόμη δεν σ' ενίκησε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν