United States or Vatican City ? Vote for the TOP Country of the Week !


Διά τας γυναίκας είχε στρωθή ιδιαιτέρα τράπεζα εις το «μέσα σπίτι». Θα έμεναν μόνον δύο ή τρεις διά να υπηρετούν τους άνδρας· μεταξύ δε τούτων ήτο και η Πηγή. Ο ιερεύς ηυλόγησε την «βρώσιν και την πόσιν», και το φαγοπότι ήρχισεν. Αλλ' ο οικοδεσπότης, καίτοι επροσπάθει να φαίνεται χαρούμενος, εβασανίζετο υπό της ιδέας ότι το βάπτισμα του παιδιού του δεν είχε γείνει κανονικά.

Και έτσι λέγοντας επήραν τον Δαλήκ και τον έφεραν διά να τον ρίξουν εις τον σκοτεινόν πύργον κατά το πρόσταγμά της. Ο Δαλήκ πλέον ευχαριστημένος εις αυτήν την απόφασιν, παρά εις τες ευεργεσίες της, επήγαινε χαρούμενος, στοχαζόμενος πως εις την φυλακήν του ήθελεν έχει συντροφιά εκείνον τον άλλον δυστυχή γέροντα διά να παρηγορούνται.

Θέλοντας ο βασιλεύς Βεδρεδίν να κάμη να ιδή ο βεζύρης του, πως είναι άνθρωποι ευχαριστημένοι πολλά εις την τύχην τους, λέγει του αγαπημένου του Σεήφ· σύρε να περιπατήσης την χώραν απέρνα από τους τεχνίτες και πραγματευτάδες, και φέρε μου εδώ εκείνον, που να σου φανή πλέον χαρούμενος.

Μπορείς να το νοιώσης πως ήθελα να το κάμω μόνη μου μέσα στη ευτυχία μου; Κ' είσουνα τόσο καλός μαζί μου κ' ευγενικός και χαρούμενος κ' είχα το συναίστημα πως είμουνα μια άπιστη γυναίκα και σ' απατούσα.

Πόσο είναι ευτυχισμένοι εκείνοι που μπορούν να δουλεύουν!» Ο Έφις σκεφτόταν τον Τζατσίντο που έγινε χαρούμενος και καλός μόλις βρήκε δουλειά, και διερωτήθηκε με πίκρα εάν δεν έκανε πάλι λάθος που εγκατέλειψε τις καημένες τις κυράδες του. Κι έτσι πήγαινε και πήγαινε και ησυχία δεν εύρισκε. Η σκέψη του ήταν πάντα εκεί κάτω, ανάμεσα στις καλαμιές και στα σκλήθρα του μικρού κτήματος.

Όταν προ δυο βδομάδων ήρθα στο χωριό, ήμουν τόσο χαρούμενος, με τόσες ελπίδες ευτυχίας, και τώρα είχα την απελπισία στη ψυχή. Κη μελαγχολία μου φάνηκε στη μορφή μου. Ωχρίαζα κιαδυνάτιζα, ως έλεγεν η μητέρα μου, κιαυτό το μεταχειρίστηκε ως πρόφαση εναντίο του Βαγγελιού.

ΧΟΡΟΣ Ξένε μου, ο Ξούθος είν' ακόμα μέσ' στον ναό• δεν πέρασε τον τόπο αυτόν να βγη• μα στάσου, κρότον άκουσα. . .. η πύλες σαν ν' ανοίγουν κάποιος να βγη. . .. Νά, κύτταξε, που ο αφέντης βγαίνει. ΞΟΥΘΟΣ Χαίρε, παιδί μου• ναν' αυτός πρώτος μου λόγος πρέπει. ΙΩΝ Εγώ χαρούμενος, και συ σοφός, έτσι κ' οι δυο μας ευτυχισμένοι θα' μαστε.

Το θυμώσατε Μικέλι;», το ανθρωπάκι ένευσε πως ναι, αλλά κούνησε το κεφάλι με αποδοκιμασία. «Και αυτός με έσωσε, μ’ έβαλε στο κρεβάτι σαν να ήμουν μωρό. Με έδενε όταν έβγαινε. Είχα υψηλό πυρετό, αλλά έπειτα πέρασαν όλα και τώρα είμαι χαρούμενος και ευχαριστημένος. Έτσι δεν είναι Μικέλι; Δεν είμαι χαρούμενος και ευχαριστημένος; Έλα Έφις, μίλησε.

Εμείς από μέσα δέκα ναύτες, ο γραμματικός έντεκα και ο καπετάν Δρακόσπιλος δώδεκα μια ερρίχναμε στ' άρμενα και μια στη στεριά. — Καλό ταξείδι· και καλή αντάμωση!... — Ναι· καλή αντάμωση!... Ο Μπουρίνας ο σκύλος μας ετριπόδιζεν απάνω κάτω χαρούμενος κ' εκείνος.

Κι' ο νιος βοσκός χαρούμενος Φυσσόντας τη φλογέρα, Γιομόζει τον αγέρα, Με τραγουδιών φωναίς. Κάθε ψυχή ευφραίνεται, Την άνοιξι γιορτάζει· Ο Θύρσης σκυθρωπάζει Στη γενική χαρά. Ωραία Δάφνη πρόβαλε Να την αποστολίσης, Και τότες είναι ο Θύρσης, Ο πλέον ευτυχής. Έρωτά μου παιγνιδιάρη, Να μου κάμης κάπια χάρι Σου ζητώ ξεχωριστή· Την αγάπη που λατρεύω Οχ τ εσένα τη γυρεύω Σ' ένα, απ' όλαις χωριστή.