United States or Belize ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τέτοια λέγοντας ο βεζύρης, εστράφηκε προς την θυγατέρα του και της λέγει· εσύ από την αγνωσίαν σου κάμνεις, καθώς έκαμεν ο γάιδαρος, διά να ελευθερώσης τις άλλες κορασίδες, εμβαίνεις εις κίνδυνον να χάσης την ζωήν σου· Λέγει του η Χαλιμά, το παράδειγμα που μου διηγήθης δεν είναι αρκετόν να μου γυρίση την γνώμην εγώ δεν θέλω παύσει, ω πάτερ μου, να σε ενοχλώ, έως που να με παραστήσης εις τον βασιλέα.

Μια στιγμή πριν έλθης, είδα ένα κοπάδι πέρδικες που επετούσαν κατά το Βορειά, δυο λαγούς που έτρεχαν αντικρυνά, ένα ζαρκάδι που έφευγε κατά την Ανατολή και ένα ζευγάρι φαζάνια κατά τη Δύσι. Έχεις λοιπόν να διαλέξης, μόνο δεν έχεις καιρό να χάσης αν θέλης να τα φθάσης.

Τέλος πάντων από την απελπισίαν του έπεσεν εις αρρώστιαν, και ήτον κοντά διά να αποθάνη, οπόταν η Κεριστάνη έξαφνα εφανερώθη εις τον οντά του, του οποίου είπε τούτα τα λόγια. Βασιλέα, εγώ ήλθα διά να τελειώσω τα βάσανά σου, και να σε μεταστρέψω εις την ζωήν που έχεις σχεδόν να την χάσης.

Κει μέσα η Σκύλλα κατοικεί και φοβερά γαυγίζει• 85 φωνούλαν έχει ωσάν μικρού νεογεννημένου σκύλου• αλλ' είναι αυτή τέρας κακόν• ουδέ θνητός κανένας ή αθάνατος θα χαίρονταν αν την εθεώρα εμπρός του. πόδια 'χει εκείνη δώδεκα και αμόρφωτα είναι όλα, έξι λαιμούς μακρύτατους, και μέσα εις τον καθέναν 90 μιαν κεφαλήν τρομακτικήν, όπ' έχει τρεις αράδαις δόντια πολλά, πυκνότατα, μαύρου μεστά θανάτου. και εις τ' άντρο ευρίσκεται η μισή κρυμμένη και από εκείνο το φοβερό το βάραθρο ταις κεφαλαίς προβάλλει, και αυτού ψαρεύει, ψάχνοντας ολόγυρα εις τον βράχο, 95 δελφίνια και σκυλόψαρα, και, αν τύχη, μέγα κήτος, 'π' άμετρα βόσκ' η βροντερήτα κύματ' Αμφιτρίτη. ναύτης δεν επαινέθηκε 'που εκείθε με το πλοίο χωρίς να πάθη εδιάβηκε• με κάθε κεφαλή της έναν απ' το μαυρόπλωρο καράβι αρπάζ' η Σκύλλα. 100 και τούτου χαμηλότερον θα ιδής τον άλλον βράχο• σιμά 'ναι, οπού θα ετόξευες απ' το 'να εις τ' άλλο μέρος• μεγάλην έχει αγριοσυκιά, πολύφυλλη, και κάτω την μαύρην άρμη αναρρουφά η Χάρυβδις η θεία. τι την ημέρα τρεις φοραίς ξερνά, και τρεις ρουφάει, 105 τρόμος! μη τύχης εσύ κει την ώρα οπού ρουφήση• ότι δεν θα σ' εφύλαγε και αυτός ο κοσμοσείστης. αλλά το πλοίο στρέψε συ της Σκύλλας προς τον βράχο γλήγορα, και προσπέρασε• προτίμα έξι συντρόφους να χάσης απ' το πλοίο σου παρ' όλους να τους κλάψης». 110

ΑΜΛΕΤΟΣ Καλά με συμβουλεύει. ΟΡΑΤΙΟΣ Θα χάσης τούτο το στοίχημα, Κύριέ μου. ΑΜΛΕΤΟΣ Δεν το πιστεύω· αφού αυτός επήγε εις την Γαλλίαν, εγώ δεν έπαυσα να γυμνάζωμαι· όπως έβαλαν το στοίχημα θα το κερδίσω. Αλλά δεν ημπορείς να φαντασθής πόσην στενοχωρίαν αισθάνομαι εδώ εις την καρδίαν μου· όμως δεν πειράζει. ΟΡΑΤΙΟΣ Αλλά, Κύριέ μου

Ο Βινίκιος ελύσσα εξ οργής· ο Καίσαρ του είχε προσφέρει δώρον την Λίγειαν· θα την ανεκάλυπτε· και αν ακόμη εκρύπτετο υπό την γην. Ναι! θα εγίνετο παλλακίς του. Ανυπομονούσα η Ακτή υπέλαβε: — Πρόσεξε μη την χάσης διά παντός, την ημέραν καθ' ην την ανεύρη ο Καίσαρ. — Τι λέγεις! . . . — Άκουσε, Μάρκε!

Μέτρα λοιπόν πόσο η τιμή σου θε να πάθη, αν εύκολα δεχθής τα γλυκολάλημά του, ή χάσης την καρδιά, ή τον παρθενικόν σου ανοίξης θησαυρόν εις την τυφλήν ορμήν του.

Καταλαβαίνεις του λόγου σου τι λένε; Εκείνος όμως το καταλαβαίνει και τους μιλάει και τους αποκρένεται Αυτό θα πη να χάσης το νοικοκύρη... Ο Αγγελής έβαλε άξαφνα τις φωνές. Φωνή τα σκυλιά, φωνή κι' αυτός. Λες και λογομαχούσανε εκατό νοματέοι. Κάπου-κάπου τα σκυλιά σωπαίνανε βραχνιασμένα, σαν να του δίνανε απόκρισι, σαν να τον βρίζανε, σαν να τον φοβέριζαν, σαν να τον κοροϊδεύανε.

Ή μήπως ανανδρότερος απ' όλους εγεννήθης κ' εδειλίασες κι' αρνήθηκες σ' αυτήν την ηλικία για του παιδιού σου την ζωή να χάσης τη δική σου, και μία ξένη αφήσατε για μένα να πεθάνη, που δίκαια την είχα εγώ πατέρα και μητέρα. Και όμως θα ήταν ο αγών ωραίος να πεθάνης για το παιδί σου, αφού έφθασες στο τέλος πια του βίου και δεν σου έμενε πολύς καιρός να ζήσης πλέον.

Πώς θαποθάνη το Βαγγελιό; Ας αποθάνω κεγώ. — Και δε σε γνοιάζει για τη μάνα σου, απού σέχει μονάκριβο ασερνικό κιάνε σε χάση θα κουζουλαθή; Δε λυπάσαι την αδερφή σου; Κια δε λυπάσαι τσ' άλλους, δε λυπάσαι τη νιότη και τη ζωή που θα χάσης; — Γιάειντα να γνοιάζωμαι, σα δε θα πάθω πράμμα; Το Βαγγελιό δε θαποθάνη· δε θέλω' γώ ν' αποθάνη. — Μαν είνε γραφτό ναποθάνη, είντα μπορείς εσύ να κάμης;