United States or Colombia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έχω μιαν αδελφή στο κτήμα μας — η ωραία των ωραίων. Μια φορά να την διης θα χάσης τον νου σου. — Έ! και ο Κιαμήλης μου νέος ήτανε, και καλός ήτανε, και άξιος ήτανε. Μα ο πατέρας της κόρηςτον αγαπούσε, δεν λέγω πως δεν τον αγαπούσεμα γαμβρόν του δεν τον ήθελε. Γιατί ήτανε, λέγει, σουλτάνης από αυτούς που γεννιούνται από ταις σκλάβαις του σουλτάνου, και ήθελε να πάρη κανένα Μπέη, κανένα Πασσά.

Ο Αντίπας φοβούμενος μήπως του τα σφετερισθή ο Βιτέλλιος, τα είχε κλείσει εις το μέρος εκείνο, το οποίον ήτο επίτηδες διά τα ζώα εν καιρώ πολιορκίας. — «Αυτός ο σταύλος είνε άθλιος» είπεν ο Ανθύπατος «και κινδυνεύεις να τα χάσης! Μέτρησέ τα Σιζέννα»: Ο τελώνης απέσυρε μίαν πλάκα από την ζώνην του, εμέτρησε τους ίππους και τους κατέγραψε.

Τους παρετήρησα ότι ήσαν όλοι μονόφθαλμοι, από το δεξιόν μάτι βλαμμένοι· με έλαβαν εις την τράπεζάν τους και εις την συναναστροφήν τους με πολλές επιδεξίωσες, μου παρήγγειλαν όμως να μην εξετάσω ό,τι ήθελα ιδεί να κάμνουν έμπροσθέν μου, διότι η εξέτασις και η περιέργειά μου ήθελαν μου προξενήσουν κάποια συμβεβηκότα λυπηρά και επιζήμια αγκαλά γλυκά εις την γεύσιν και χαροποιά εις την θεωρίαν, λέγοντές μου και με κίνδυνον να χάσης ένα πράγμα το οποίον σιμά εις την λύπην που σου θέλει προξενήσει, δεν θέλεις δυνηθή ποτέ να το ξαναποκτήσης και πρόσεχε εις την παραγγελίαν μας.

Τώρα, ω Οιδίπου μέγιστε στους θνητούς όλους, γονατισμένοι πέφτουμεν εμπρός σου ικέται και σωτηρίαν γυρεύομε να μας χαρίσης είτε θεός, είτε άνθρωπος τρόπον σου δείξη. Γιατί καλό πως πέρνουνε νομίζω τέλος όσα καλά οι φρόνιμοι τ’ αποφασίσουν. Την πόλιν δέξου, άριστε, τούτην να σώσης. Μη χάσης το καλό όνομα στας Θήβας που ’χεις. Σωτήρα εδώ σε κράζουνε για την φροντίδα που έλαβες άλλοτε για μας.

Σαν είδα που παν τα λόγια μου χαμένα, τον έδωσα κ' εγώ το γράμμα σου, και, έχε τον νουν σου δα, παιδί μου, του είπα, να μη χάσης το γράμμα του Γεωργή μας! — Θαρρώ πως τόνε βλέπω ακόμα! Έβγαλε το φέσι του, εφίλησε το χέρι μου, κ' επήγε... Ποιος το ήξευρε να μη τον αφήση!... Την άλλη την ημέρα ήτανε νάρθη ο καινούριος ο Δεσπότης.

Τι έχεις; ηρώτησε σχεδόν έντρομος. — Τίποτε, Πάτερ. Αύριον θα φονεύσω τον Γλαύκον. Πετρώνιος Βινικίω. Χαίρειν. «Κακώς βαίνεις, φίλτατε! Είναι φανερόν ότι η Αφροδίτη σου ετάραξε το πνεύμα, σε έκαμε να χάσης το λογικόν, την μνήμην, την δύναμιν του να εννοής ό,τι δήποτε άλλο εκτός του έρωτος.

Ο Οφφκιάλος εις τέτοιαν ομιλίαν κυττάζοντάς τον με έκστασιν του είπε· Βασιλόπουλον, ηξεύρεις εσύ πως εδώ έρχεσαι να ζητήσης τον θάνατον; εσύ ήθελες κάμει καλύτερα να σταθής εις τον τόπον σου, παρά που αποφάσισες να έλθης να χάσης την ζωήν σου.

Δεν σε ξέρει κανένας. Αλλά συ να μη λησμονήσης ποτέ ότι είσαι παιδί μου. Μακρά από ψέμμα, κλεψιά, φονικό και ξένη γυναίκα! Και στο βάθος της θάλασσας κι' αν βρεθής να μη χάσης την ελπίδα σου από τον Θεό! Και βασιλειάς αν γένης να μη λησμονήσης την πατρίδα σου. Τάκουσες παιδί μου; — Τάκουσα, πατέρα μου! — Ώρα σου καλή τώρα! Ο Θεός κι' η ευχή μου μαζύ σου!

Ακόμα χίλια δυο φλουριά, Γιαννούλα, θα ξοδιάσης, Τον ακριβό το Μήτρο σου αν θέλης να μη χάσης. — Δίνω και τρεις και τέσσερες ακόμα εγώ χιλιάδες. ..................................

Μη φοβάσαι καθόλου να χάσης, Τι σαν έρθη ο θέρος, σου τάζω Να σου δώκω οπίσω με πρώτο, Και κεφάλι και διάφορο αντάμα. Μον ο φίλος σε ταύτα αποκρίθη· Αποτί, δε μου λες Ζίνζιρά μου, Ν' αμελήσης παρόμια σου χρεία Ως τα τώρα, οπού κάθοσουν άδιος; Αμ δεν άδιαζα εγώ να φροντίσω Σαν κι' εσένα, αφορμής ελαλούσα, Μήτε ήλπιζα ογλήγορα τόσο Να διαβούν η καλαίς η ημέραις.