Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 18 Μαΐου 2025


Εφ' όσον δεν έχει τις την συνείδησιν, ότι εικών τις ή εμπειρία υπήρξε πρότερον, αύτη είναι φάντασμα και ουχί μνημόνευμα. Το οποίον νοεί και δεν ενθυμείται. Πρότερον είπεν, ότι ενίοτε την μνήμην άλλου πράγματος υπολαμβάνει τις ως ιδικήν του επινόησιν. Άλλοτε συμβαίνει το αντίστροφον, τα πλάσματα της φαντασίας του εκλαμβάνει τις ως αντικειμενικά, ως μνήμας άλλων πραγμάτων.

Μετ' ολίγα δευτερόλεπτα, η γραία ήκουσεν όπισθέν της κρότου θύρας ανοιγομένης, και ασθενή φωνήν. Εστράφη. Η θύρα της καλύβης είχεν ανοιχθή. Η άρρωστη γυνή, η μήτηρ των δύο κορασιών, ωχρά, και τυλιγμένη με μαλλίνην σινδόνα, ομοία με φάντασμα, ίστατο εις το χάσμα της θύρας. — Τι είναι; είπε μετά τρόμου η πάσχουσα γυνή.

Μετά φιλικωτάτην δε συζήτησιν, εκ συμφώνου απεφάνθησαν ότι το παράδοξον ον, το οποίον τους επήρε τα λεπτά, αφού δεν τους επήρε ούτε την φωνήν ούτε τον νουν των, θα ειπή ότι δεν ήτον φάντασμα, ούτε βρυκόλακας, και αφού δεν εδοκίμασε να τους φάγη, θα ειπή ότι δεν ήτον καλικάντζαρος. Τι άλλο θα ήτο λοιπόν; θα ήτον άνθρωπος, χωρίς άλλο.

Τέτοιο φάντασμα δεν είδες μαθές; Δεν ξαπλώθηκες ποτέ σου σε τέτοιον τάφο; Καλότυχος άνθρωπος! Δεν είδες λοιπόν δάσκαλο, δεν πήγες ποτέ σου στο «Ελληνικό»! Εγώ καθώς βλέπεις, έμεινα εκεί ξαπλωμένος τέσσερα χρόνια. Τι λέγω τέσσερα!

Μόνο η λεύκα, που έπαιρνε ανθρώπινες μορφές, βασίλευε σαν φάντασμα απάνω από τις πένθιμες όχθες. Και όλο κινούσε δυο μεγάλα χέρια ν' αγκαλιάση τις φοβισμένες σκιές που γλυστρούσαν απάνω στα νερά και όλο σήκωνε το απελπισμένο κεφάλι προς τον ουρανό. Ταργοκίνητα νερά διάβαιναν σιωπηλά κάτω από τη θλίψη των δένδρων· ο ΓέροΠοταμός φούσκωνε τα νερά του από μιαν απόκρυφη θλίψη.

Μίαν βραδειάν εγώ έστεκα ακουμπισμένη επάνω εις ένα θρονί εις τον χοντζερέ μου, διαβάζοντας διάφορα κεφάλαια από το Αλκοράνι. Και αφού τα εδιάβασα, εσηκώθηκα διά να υπάγω να εύρω τον βασιλέα, που ήτον εις το κρεββάτι· και εμβαίνοντας εις τον χοντζερέ του, ένα φοβερόν φάντασμα μου φανερώνεται εμπροστά μου και εις την ιδίαν στιγμήν γίνεται άφαντον.

Όλες τις κατάρες κι όλες τις προσευκές τις άκουσα κείνη τη νύχτα. Κατάντησα σα μεθυσμένος. Φάντασμα θαρρούσα πως είμουνα. Δεν το πίστευα πως είμουν εγώ, πως έπαθα τίποτις. Πήδηξα κάτω άμα γλυκόφεξε. Ψυχή πια τώρα τριγύρω. Μήτ' από το χωριό δεν ήρχουνταν κανένα βοητό, καθώς τη νύχτα. Άρχιζαν και κελαϊδούσαν τα πουλιά σα να μην έτρεξε τίποτις. Πήγα προς τον γκρεμνό. Σαν το γίδι κατέβηκα.

Και όταν φυσούσε ο δυνατός βορηάς, η λεύκα βογγούσε με ανθρώπινο βογγητό· και όταν έπαιρνε η δυνατή νοτιά, από μέσα από τα κλαδιά της έβγαιναν ανθρώπινα αναφυλλητά· και όταν έπεφτε το σκοτάδι και τα άλλα δένδρα έγερναν το ένα στην αγκαλιά του άλλου, αυτή μονάχη και ξεχωριστή εφάνταζε σαν ψηλό φάντασμα, άγρυπνο και καταραμένο, χωρίς ύπνο, που άπλωνε πάντα και όλο άπλωνε δυο μεγάλα χέρια ν' αγκαλιάση τις φοβισμένες σκιές που έφευγαν κ' εγλυστρούσαν απάνω στα νερά του ποταμού.

Και τρομασμένη και βουβή κι ασάλευτη μαζεύουνταν τόρα όλη, σύσσωμη με τα μάτια της ολάνοιχτα προς τη κραυγή έξω που φαίνουνταν πως είχε πλημμυρίση γύρω και ως πέρα την κάμαρα, από ωκεανό φρίκης, θέλησε να γυρίση προς τον άντρα της, να του μιλήση λίγο, να τον ξυπνήση, ν' αναθαρρήση και να πετάξη, σαν ψεύτικο φάντασμα, όλη η αγωνία της.

Κι ώσπου να βγη στην πόρτα της, εβγήκεν η ψυχή της. Φάντασμα της Αγιά Μαρίνας Παλικάρια, Κορίτσια, βιολιτζήδες Τόπος, χωριό της Ανατολής.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν