United States or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ψηλά μέσ' από το λίγο άνοιγμα του παραθυριού, κόκκινο φως φάνηκε μια στιγμή κ' έσβυσε γρήγορα, και το φεγγάρι όσο μπορούσε να μπη μέσα, στο μόλις ανοιγμένο παράθυρο, άφινε να χωρίζη εκεί ψηλά από μέσ' απ' τα ξύλα κάτι τι άσπρο, σα σκιά, σα φάντασμα που κινούνταν.

ΜΑΚΒΕΘ Ω! Είσαι απαράλλακτον το φάντασμα του Βάγκου! Φύγ' απ' εδώ! Το στέμμα σου τα 'μάτια μου τα καίει! — Εσύ δευτέρα κεφαλή χρυσοστεφανωμένη, έχεις τα ίδια τα μαλλιά ωσάν την πρώτην... Κι' άλλη, ίδια κι αυτή! — Βρωμόστριγλαις, τι φέρνετε εμπρός μου. Και τέταρτος! ...Ω 'μάτια μου, χυθήτε! ...Η σειρά με μόνην την συντέλειαν του κόσμου θα τελειώση;... Κι' άλλος! ακόμη!

Κι' ο Φοίβος ένα φάντασμα σοφίστηκε, όμιο σ' όλα με τον Αινεία, και μ' αφτόν και στ' άρματα το ίδιο, 450 κι' ολόγυρα στο φάντασμα οι Δαναοί κι’ οι Τρώες τρυπούσαν τις βοϊδόπετσες στρογγυλωτές ασπίδες, και τις φτερόλαφρες προβιές στα στήθια ο ένας τ' άλλου.

Το φάντασμα τούτο ήτο ο μεγαλείτερος τρόμος όλων των παιδιών. — Μη φοβάσαι! μη φοβάσαι! Έλεγα προς τον τρομασμένον Φαφάναν και τον ερωτούσα: — Όλα, μωρέ, σου τα πήρε το σκυλοκρέββατο; — Και το τάλλαρο! απήντησεν ο Φαφάνας, πνιγμένος μέσα εις τα δάκρυα.

Και κάθε νύχτα, τέτοια ώρα, έρχεται πάντα στον βλάμη του με το γιαταγάνι γυμνό στο δασοτριχωμένο χέρι, με ραντίδες αιμάτου νωπού στο μαύρο πρόσωπο και την σκούφια του απλώνει ζητώντας μερίδιο λαφύρων, όπως έκανε και ζωντανός. Και ο άτρομος καπετάνιος νευρικός, ανήσυχος ψηλαφά τα γένεια, τινάζει τον καπνό του τσιμπουκιού σύγνεφο εμπρός, ελπίζοντας να κρύψη το ενοχλητικό φάντασμα.

Και αν εγώ, εννοείται, παρατηρών όσα λέγεις, εύρω κανέν ότι είναι φάντασμα και όχι αληθινόν, και επομένως το αποσπάσω και το αφήσω κατά μέρος, μη μου αγριεύεις καθώς κάμνουν διά τα παιδιά των αι πρωτότοκοι γυναίκες.

Η στεριά ψηλώνει ακόμη πέτρα μονοκόματη, τραχύτατη και άγρια σαν οστρακοντυμένος κολοσσός αντίκρυ του. Ούτε σχισμάδα δείχνει ούτε λάκκωμα στις πλαγιές. Και το νερό ακούραστο αφροκοπανίζει τα πόδια της, πλένει τα και λευκαίνει πέρα ως πέρα, δούλος ταπεινός και μαζί εχθρός της θανάσιμος. Και το «Μπιούτη» ακράτητο φεύγει εμπρός, σαν να το καλή ποθητό φάντασμα.

Και είδε τότε τον καπετάν- Φώκαν, ως φάντασμα, τυλιγμένον με την βαρείαν γούναν του, ιστάμενον εν μέσω του σκάφους και θεωρούντα κύκλω την φρίσουσαν τρικυμίαν με βλέμμα απλανές. Μ' οξύτατα λαλήματα η λαίλαψ κατέρριπτεν επ' αυτόν τας χιονονιφάδας τηςχιονόνερον παγωμένον — κ' η κόμη του, ασκεπούς όντος, ωρθούτο υπό του ανέμου, ως από φόβον.

Αντί κιτρίνου ποταμού έβλεπα ύδατα γαλανά· αντί μιναρέδων, φοινίκων και καμήλων, αμπέλους, ρωδιάς, αίγας, όρνιθας και χοίρους, και πολύ μάλλον παρά με Δερβίσην του Καΐρου, εύρισκα ότι ομοιάζει ο ηρειπωμένος εκείνος νεκροθάπτης με το φάντασμα ανθρώπου, τον οποίον είχα γνωρίση προ χρόνων πολλών ακμαίον εις την Σύρον, με σάρκα υπό το δέρμα, με οδόντας εις το στόμα, με μύστακα ανωρθωμένον, με λάζον εις την ζώνην και πολλάκις γαρούφαλον εις το αυτίον.

Κ' εντρυφά εις την χαρμόσυνον αυτήν φαντασίαν, σιωπών, ευφραινόμενος και τείνει να έλθη εγγύτερον προς το περιπόθητον και μυστικόν ίνδαλμά του, και προτείνει το πρεσβυτικόν στήθος του προς τα έξω, ακόμη περισσότερον, επιποθών, αν ήτο δυνατόν να μεγαλοποιήση τας χείρας του, όχι, να μεταμορφωθή εξαϋλούμενος εις ευώδη πνοήν αρωμάτων, και να φθάση, να περιβάλη, ως περιβάλλει ο ιερός λίβανος την αγίαν Τράπεζαν, το γλυκύ της χαράς του φάντασμα, το οποίον εκαμάρωνεν εις τον λαμπρόν πυθμένα κάτω, με τας απείρους του σαπφείου αποχρώσεις, απαλόν, θελκτικόν και πάγκαλον ως εξόπισθεν υελοφράκτου παραπετάσματος, ψυχή αγίου, επιστρέφουσα εις τον κόσμον.