Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Ιουνίου 2025


Τότες σηκώθηκε ο γοργός γιος του Πηλέα κι' είπε «Δία πατέρα, ω τι βαριά στον κόσμο μας τυφλώνεις! 270 Ειδέ ποτές τα σπλάχνα μου δε θ' άναβε στα στήθια τόσο βαθιά τ' Ατρέα ο γιος, ούτε τη νια άθελά μου δε θάπαιρνε απ' τα χέρια μου, μα νά, ο μεγάλος Δίας, να πέσουν ίσως ήθελε πολλά μας παλικάρια. Τώρα να φάτε σύρτε πια για ν' αρχινούμε μάχη275

Κρίτων Ναι, μα την αλήθεια, Σωκράτη· κάποιο πράγματι υπέρτερον πνεύμα, μου φαίνεται, πως θα ήτανε, και πολύ μάλιστα υπέρτερον. Αλλά λέγε μου τώρα, εζητήσατε καμμίαν άλλην τέχνην κατόπιν; και την ευρήκετε επί τέλους, ή δεν την ευρήκετε εκείνην που εζητούσετε;

Ο Γέρο Μελιγκόνης, πρώτος πάντα να μάθη τα νέα και να διαβάση την εφημερίδα, πετάχτηκε από το σκαμνί του. — Να το, φάνηκε! Να ιδούμε τι νέα μας φέρνει ο «ατμός». Το βαπόρι φάνηκε τώρα καθαρά στη μπούκα του λιμανιού. Ο κόσμος έτρεχε κάτω στη σκάλα, οι βάρκες ξεκινούσαν γεμάτες μπαούλα και κοφίνια. Ο Μελιγκόνης ξαφνιάστηκε. — Κάτι τραβάει μαθές πίσω το βαπόρι. Ένα μπρίκι.

Μα τι να κάθωμαι τώρα να σου τα πολυλογώ και να σου τα αναφέρω όλα; αλλά όταν τέλος εφθάσαμεν εις την τέχνην του βασιλεύειν, και εξετάζαμεν, αν είναι αυτή που παρέχει και εξασφαλίζει την ευδαιμονίαν εις τους ανθρώπους, τότε δα είναι που είδαμεν πως επέσαμεν εις λαβύρινθον και, ενώ ενομίζαμεν πως ευρισκόμεθα εις το τέλος, αναγκασθήκαμε να γυρίσωμεν εις τα βήματά μας και να ευρεθώμεν εις την αρχήν των ερευνών μας, τόσον σοφοί, όσον ήμεθα και ότε επελήφθημεν το πρώτον της συζητήσεως.

ΑΝΤΩΝ. Έλα· άλλο δεν έχω να ειπώ. ΓΟΝΖ. Ελέγαμε, Κύριε, πως τα φορέματά μας φαίνονται τώρα καινούρια, σαν τον καιρό που ευρισκόμασθε στο Τούνεζι, στο γάμο της θυγατέρας σου, που τώρα είναι βασίλισσα. ΑΝΤΩΝ. Κ' η αξιολογώτερη απ' όσες ποτέ επήγαν εκεί! ΣΕΒΑΣΤ. Παρακαλώ, από τον καιρό της χήρας Διδώς. ΑΝΤΩΝ. Ναι, της χήρας Διδώς. Η χήρα Διδώ!

Αλλά διατί να είπω περισσότερα; Τώρα ιδού φορτωμένος αλυσίδες εις την φυλακήν αυτήν. Αύριον θα είμαι ελεύθερος. Αλλά πού; Χοπ-Φρωγκ Δεν εγνώρισα ποτέ πρόσωπον έχον μεγαλυτέραν από τον βασιλέα αυτόν κλίσιν εις τας απολαύσεις της φάρσας. Εφαίνετο ότι δεν ζη παρά διά να κάμνη φάρσας.

Ο μώλος ήτανε κτισμένος απάνω στα βράχια που τριγύριζαν το λιμάνι. Ο Γιαννάκης γύρισε μια μέρα κ' έρριξε μια ματιά ευχαριστημένη στο νεόκτιστο πεζούλι. Απ' την άλλην ημέρα δεν περπατούσε πια στο δρόμο. Ανέβαινε απάνω στο πεζούλι και με ταδύνατα ποδαράκια του, κορδωμένος και περήφανος, με το κεφάλι ψηλά, έκανε όλον το γύρο του λιμανιού ως το σπίτι του. Τώρα δεν έσκυβαν οι άλλοι να τον ιδούν.

Έφερε φέσι κατακόκκινον, με φούνταν κυανήν, το οποίον του είχε φέρει από το Τούνεζι κατά την εποχήν των Κριμαϊκών ο κουμπάρος, όστις τον είχε στεφανώσει, εμποροπλοίαρχος, προ χρόνων αποθαμμένος τώρα, είχε δε κρεμασμένον από την τσέπην της τζάκας του την εσωτερικήν, κατερχόμενον έως το γόνα του, μακρότατον μεταξωτόν μανδήλιον, κόκκινον, διανθές.

Και εις εκείνους οίτινες απορούν δι' όσα τώρα πράττεις εις την Έφεσον λέγω, ότι αληθώς δεν θα εθαύμαζον, εάν εγνώριζον τον παλαιόν σου βίον• καίτοι εδώ έμαθες και κάτι νέον• νακολασταίνης και με γυναίκας.

Ψηλά σε κορφοβούνι Μάγισσαν κόρην απαντάω απάν' το βράδυ βράδυ. — Μάγισσα, ποιο είνε το στρατί, ποιο είνε το μονοπάτι Ναύρω τ' αθάνατο νερό να πιω να μην πεθάνω; — Διαβάτη μου κι' ωμορφονιέ, είνε μακρυά η πηγή του. Νύχτωσε τώρα πού θα πας στην ερημιά μονάχος; 'Στήν αβρετή μου τη σπηλά πέρνα την νύχτα απόψε, Και με χάραμμα ταχιά σου δείχνω εγώ τον δρόμο.

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν