Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 5 Ιουνίου 2025


Μωρέ ποιος είσαι συ; ερωτάν. — Εγώ, ο μούτσος, ο κασιδιάρης· κουφάρι ήμουν περιστέρι γίνηκα· φτερά έχω να πετάξω στα επουράνια. Τρέχουν κοντά· τον κυτάζουν αποδώ, τον φέρνουν αποκεί, τον καλογνωρίζουν. — Αμ ποιος σ' έκαμ' έτσι; — Έτσι κ' έτσι· ηύρα τ' αθάνατο νερό. — Πώς; — πού; — Μέσα στη σπηλιά. Ακούνε και θαυμάζουν, ρίχνουν ό,τι είχαν στα χέρια τους και τρέχουν στη σπηλιά.

Βάνει τις φωνές, ακούνε από τις φρεγάδες, ρίχνουν και τις επίλοιπες βάρκες στη θάλασσα, βάνουν όλο το πλήρωμα μέσα και βγαίνουν έξω οι καπετάνοι. Βγαίνουν έξω, ρίχνονται αποδώ, τρέχουν αποκεί, φωνάζουν, βρίζουν, φοβερίζουν μα ποιος τους ακούει; Όλοι οι άντρες είνε πιασμένοι στα χέρια.

Εκείνες που το έλεγαν αυτό, η μία με την άλλη, είχαν έρθει, τώρα κοντά, εκεί, στο μέρος που ήτον το γλέντι το νυχτερινό, κ' εφώναζαν άλλες να της ακολουθήσουν... Κ' έφευγαν όλαις μαζύ, η μία κατόπι της άλλης, κι' άδειασε πολύς τόπος. Γυναίκες πάρα-πολλές, και καμπόσοι άνδρες και παιδιά, μονοκοπανιά έφυγαν από 'κεί που ήμουν, κι' άρχισαν να τρέχουν τον ανήφορο.

Διότι όσοι έτυχε να καταγίνωνται σωστά εις την φιλοσοφίαν τρέχουν τον κίνδυνον να μη τους καταλαμβάνουν οι άλλοι ότι αυτοί κανέν άλλο έργον δεν κάμνουν παρά ν' αποθνήσκουν και να είναι αποθαμμένοι.

Πηγαίνει και προτείνει του Βασιλέα Σύνοδο στην Καισάρεια της Παλαιστίνης. Δέχεται ο Βασιλέας, και τρέχουν όλοι οι φίλοι του Ευσεβίου στην Καισάρεια να δικάσουν τον Αθανάσιο. Προσκαλιέται ο Αθανάσιος, ή καλλίτερα, προστάζεται από τον ίδιο τον Κωσταντίνο νάρθη στην Καισάρεια. Ο Αθανάσιος όμως δεν έρχεται, κ' έτσι δε γίνεται τίποτε στην Καισάρεια.

Σπρώχνε, βορειά, το κύμα Να φάη την πέτρα του γιαλού. Θα ξαφνιστής μια μέρα Να ιδής τη νεκροθάλασσα το βράχο ν' αγαπήση. Θαγκαλιαστούν τα δυο θεριά και τότε αδερφωμένα Θα χλημητίσουν φοβερά, κι' ο άνεμος θα πέση. Σαλάγα τους Ομέρπασα! Μάτονε τη βουκέντρα Να τρέχουν τα καματερά. Θα νάρθη εκείν' η ώρα Που αγριεμένα θα τα ιδής.

Αλλά μ' ευρήκε » Βόλιτο μέτωπο ζεστό » Και μεςτη γη μ' αφήκε. » Τρέχουν μ' αρπάζουν τα παιδιά. » Και η ψυχή μου βγαίνει.» «'Σ το Μεσολόγγι, Μάρκο μου. » Θυμάσαι; 'ς το πλευρό σου » Πολέμησα!.» Χωρίς, χωρίς Να σηκωθή ο Γρίβας Ο Θοδωράκης · φώναξε, Άλλος νέος Αννίβας. « Και πόσαις μάχαις έκαμα » Μετά το θάνατό σου!...»

Οι στίχοι του όλοι τρέχουν απαλά και γλυκά, χωρίς εκείνους τους στρεβλισμούς, παραγεμισμούς, ή ανυπόφοραις συνωνυμίαις, οπού συχνά φαίνονται εις τα συγγράμματα των ολίγων της γλώσσης μας ποιητών. Αλλ' η γλώσσα του... αυτό είναι ένα υποκείμενον περί του οποίου ή πρέπει τις να ειπή πάρα ολίγα, ή πάρα πολλά.

Και ένα δημοτικόν τραγούδι μας δίδει την εικόνα πλήθους γυναικών, αι οποίαι τρέχουν προς την παραλίαν, επί τη εμφανίσει ενός πλοίου, όχι δια να μάθουν τα νέα ή να ερωτήσουν περί του απόντος συζύγου, αλλά διά ν' αγοράσουν ψιμμύθιον· και ασθμαίνουσαι ερωτούν: Βρε καλέ καραβοκύρη, πόσο δίνεις το φκιασίδι;

Ετράνταζε όλο το βουνό και σειώνταν τα λαγκάδια, Οι βράχοι ξερριζόνονταν κι’ αρχίναγαν να τρέχουν Στον φοβερόν κατήφορο, σα θεϊκή κατάρα.... Τ’ αγροίμια κατατρόμαξαν κι’ αρχίσαν πηλαλώντας Να τρέχουν τα βουνόπλαγα, σα τρομαγμένη αγέλη.... Οι πέρδικες προντίσανε, βουβάθηκαν τ’ αηδόνια Και πέταξαν περίτρομα σ’ άλλα βουνά και λόγγα.... Τα όρνια ξεπετάχτηκαν από τα γκρέμια μέσα Κι’ αφήκαν έρμες τες φωλιές και πέταξαν τ’ αψήλου.

Λέξη Της Ημέρας

βαρδαλάαας

Άλλοι Ψάχνουν