Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 5 Ιουνίου 2025


Οι δε Αμπρακιώται και οι άλλοι οίτινες έμενον συναθροισμένοι, εννοήσαντες την αναχώρησίν των, ώρμησαν και αυτοί και ήρχισαν να τρέχουν θέλοντες να τους φθάσουν.

ΔΟΥΞ ΑΛΒ. Τι έχεις, ω αυθέντα μου; ΛΗΡ Να σου ειπώ τι έχω... Ιδέ με! το εντρέπομαι την δύναμιν να έχης να φέρης τόσον κλονισμόντο ανδρικόν μου στήθος, Τα δάκρυά μου τα θερμά, που τρέχουν άθελά μου, να χύνωντ' εξ αιτίας σου το έχω εντροπήν μου, Ω να σε πάρη η καταχνιά και η ανεμοζάλη!

Ο Αγαθούλης του βεβαίωσε με όρκο, πως τίποτε δεν ήταν αληθινώτερο απ' αυτό. Τα δάκρυά τους ξαναρχίσανε να τρέχουν. Ο βαρώνος δεν μπορούσε να κουρασθή φιλώντας τον Αγαθούλη· τον ονόμαζε αδερφό του, σωτήρα του. — Α! ίσως, του είπε, θα μπορέσουμε μαζί, αγαπητέ μου Αγαθούλη, να μπούμε νικητές στην πόλη και να πάρουμε την αδερφή μου Κυνεγόνδη.

ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑτους δρόμους τρέχει ο κόσμος· μερικοί φωνάζουν ο Ρωμαίος, του Πάρη άλλοι τ’ όνομα, και άλλοι Ιουλιέτα! Και όλοι τρέχουν με φωναίς προς το 'δικόν μας μνήμα. ΠΡΙΓΚΗΨ Τι είν' αυτό το άκουσμα το φοβερόν; Α’ ΝΥΚΤΟΦΥΛΑΞ Αυθέντα, μαχαιρωμένος είν' εδώ ο Πάρης, κι' ο Ρωμαίος αποθαμμένος, και ζεστή και νεοσκοτωμένη η Ιουλιέτα, που προχθές ετάφηκ' εδώ κάτω.

Ερπετά διάφορα, υπερμεγέθη και πολυπληθή και τερατώδη κατά τας μορφάς και φοβερά δηλητηριώδη υπάρχουν εις την έρημον εκείνην και άλλα μεν φωλεύουν και ζουν εντός της άμμου, άλλα δε τρέχουν εις την επιφάνειαν, φύσαλλοι, ασπίδες, έχιδναι, κεράσται, βουπρήσται, ακοντίαι, αμφίσβαιναι και δράκοντες, προσέτι δε δύο ειδών σκορπιοί, εκ των οποίων οι μεν βαδίζουν κάτω εις το έδαφος και είνε υπερμεγέθεις και η ουρά των αποτελείται εκ πολλών σπονδύλων, οι δε άλλοι πετούν και είνε υμενόπτεροι, όπως αι ακρίδες, οι τέττυγες και αι νυκτερίδες.

Ελεύθερα, αχαλίνωτα Μέσα εις τα αμπέλια τρέχουν Τ' άλογα, και εις την ράχην του Το πνεύμα των ανέμων Κάθεται μόνον. Εις τον αιγιαλόν Από τα ουράνια σύγνεφα Αφόβως καταιβαίνουν Κραυγάζοντες οι γλάροι Και τα γεράκια. Βαθυά εις την άμμον βλέπω Χαραγμένα πατήματα Ζώντων παιδιών και ανθρώπων· Όμως πού είνε οι άνθρωποι, Πού τα παιδία;

Η λεία του πόντου επιφάνεια, ρυτιδουμένη, σχηματίζει μικρά κυματάκια, τα οποία παίζουν εν τη σκοτεινή εκτάσει κυνηγούμενα, και κυνηγούνται παίζοντα, και τρέχουν, και θορυβούν, και γελούν, θαρρείς, προσκρούοντα επί της πρώρας, ελαφρά, ως δεματάκια εκ βάμβακος.

Εγώ λοιπόν είμαι υιός μονογενής του Μασούδ, πραγματευτού της Κογέντας· ο πατέρας μου είνε πολλά πλουσιώτερος από τον Μουζαφέρ· και αν αυτός ήθελε μάθει τα όσα μου τρέχουν, ηθέλετε ιδεί τι πλούτον που ήθελε μου στείλει, και βεβαιωτικά γράμματα διά γνώρισίν μου.

Εκείνη την ώρα μπαίνει ένας και κράζει τον μπέη παράμερα: — Ένας γέροντας λέγει, εφάνηκε στην Πεζούλα ερχάμενος από τη θάλασσα. Έρχεται να γιατρέψη τη μπεοπούλα. Καθώς τ' ακούει εκείνος ευθύς αναγάλλιασε. — Τρέξετε γλήγορα, λέγει στους ανθρώπους του· γλήγορα να μου φέρετε τον γέροντα. Τρέχουν εκείνοι αστραπή, βρίσκουν ένα κοντό και κακοτράχαλο γεροντάκι καβάλα σε μια κασσέλα.

Ξέρω μια λεύκα που ο αγέρας την τρελλαίνει και στην πράσινή της θάλασσα τρέχουν τα ρίγη της ευτυχίας και της ηδονής. Ξέρω μια λεύκα που πίνει νερό στον Κηφισσό. Στην καρδιά της τον Απρίλη τραγουδεί έν' αηδόνιστον ύπνο της τον Αύγουστο ανεβαίνει ένα μεγάλο φεγγάρι στρογγυλό. Ξέρω μια λεύκα που χωρίς αγέρα σαλέβουν οι ανήσυχες πεταλούδες των φύλλων της.

Λέξη Της Ημέρας

βαρδαλάαας

Άλλοι Ψάχνουν