United States or Costa Rica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε ανεβαίνει βιαστικός στο στέριο αμάξι ο γέρος κι' όξω τραβά απ' τ' αχόλαλο λιακό κι' απ' τ' αβλοπόρτι. Το κάρο ομπρόςτετράροδοτραβούσαν τα μουλάρια που τα οδηγούσε ο φρόνιμος Νιδιός· και πίσω ο γέρος 325 βαρούσε τ' άτια, και γοργά τους φώναζε να τρέχουν κάτου το κάστρο. Κι' οι δικοί τον συνοδέβανε όλοι πικρά θρηνώντας, πούλεγες πως σε σφαγή παγαίνει.

Οι νεκροί κ' οι ζωντανοί ανακατωμένοι σε τέτοιο αφύσικο συναπάντημα τρέχουν μες στην ιερή πόλη. Νέα θαύματα τους περιμένουν εκεί.

Και τι κάνει ο ντον Τζατσίντο;» «Ε, δουλεύει και διασκεδάζει. Είναι εύθυμος, χρυσό παιδί. Όλες οι γυναίκες τρέχουν από πίσω του…. τσακώνονται για χάρη του λες και είναι γλυκό από μέλι…»

Και έμεινα λοιπόν εκεί. . αλλοίμονο 'στο χοίρο, που κι' ένα κόκκο σιταριού θα ήθελε να πάρη! κι' ενώ με μάτια τέσσερα εκύτταζα τριγύρω, αγέλη χοίρων ώρμησε απάνω 'στο σιτάρι. Θυμόνω, τους πετροβολώ, τους στρώνω 'στο κυνήγι, τρέχουν κι' εκείνοι, πόλεμος ανοίγεται μεγάλος, αλλά οι τρισκατάρατοι δεν ήσαν και ολίγοι, μόλις τον ένα έδιωχνα και ήρχετο ο άλλος.

Η αραπίνα εμειδίασε φιλαρέσκως, ο Έλλην προσεπάθει να εύρη ισορροπίαν διά να μ' εναγκαλισθή, το βρέφος έκλαιεν αγγλιστί, οι σκύλοι εγαύγιζαν δεν ενθυμούμαι εις ποίαν γλώσσαν και ο νέος Έδισων μου είπεν: — Εκαταλάβατε τώρα, κόρνελ, διατί τρέχουν οι Αμερικανοί; — Δεν εκατάλαβα. — Διατί; — Διότι δεν εννοώ αγγλικά. Τρέχω τώρα, τρέχω μανιωδώς, με την γλώσσαν έξω, με κρουνούς ιδρώτος.

Και βρήκε τον που με σπουδή στα φυσερά του κύκλω γύρναε δρωμένος, τι έφτιανε ως είκοσι λεβέτια 373 τρίποδα, κι' έβαλε χρυσή στο κάθε πόδι ρόδα, 375 π' αφτόθελα ως μες στων θεών τη συντυχιά να τρέχουν και πάλε μέσα να γυρνούν... πούταν το νου να χάνεις!

Είχα ακούσει για ταγρίμια τω βουνώ μας, είδος άγριες αίγες, μεγαλείτερες από τις ήμερες, που τρέχουν σα λάφια και πηδούν βάραθρα φοβερά, αλλά δεν έτυχα να δω. Τότε ήσαν ακόμη, αλλ' έως σήμερο λιγόστεψαν πολύ, με τη μεγάλη καταδίωξη που τους έκαμαν οι κυνηγοί. Δεν είδα κανένα κείχα απελπιστή αν θάβλεπα.

Εις ταις ταραχαίς εκείναις, Έφθασεν εις τα Νησία Του σεισμού η πολλή βία Με τρομάρα της καρδιάς. Φόβοι, τρόμοι εις την γην μας Και φωτίαις τριγυρίζουν, Απ' ολούθεν φοβερίζουν Τα μνημεία ν' ανοιχθούν· Νύχτα ημέρα τρέχουν δάκρυα Και τον ουρανόν σκοτίζουν Στεναγμοί οπού καπνίζουν Κη ωσάν νέφαλα οργούν. Άρματα πολλά ετοιμάζουν Και σπαθία και φωτίαις Με ορμαίς πολλά δριμείαις Της Ζακύνθου οι λαοί·

Ο ναύκληρος ανακατώθηκε με τον λαό και σπρώχνοντας ζερβόδεξα έφτασε τέλος στην πόρτα. Μα για κακή του τύχη να βρεθή φύλακας ο βουλωμένος. Καθώς τον βλέπει βάνει τις φωνές. Τρέχουν οι άλλοι διάβολοι· — Τ' είνε μωρέ; τι τρέχει; τον ρωτούν. — Έτσι κ' έτσι· τους λέγει. Μην τον αφήσουμε αυτόν τον άνθρωπο εδώ γιατί θα μας φέρη άνω κάτω.

Βλέπων δε πολλούς να τρέχουν, ανεμίχθην και εγώ εις το πλήθος των νεκρών και έγεινα είς εκ των δημοτών του Άδου. Εις την συνέλευσιν εκείνην εθεσπίσθησαν και άλλα, επί τέλους δε έγεινε και ψήφισμα περί των πλουσίων.