Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 27 Σεπτεμβρίου 2025


Ο στρατιώτης δεν απεκρίθη γρυ, αλλ' έσφιγγε το όπλον του και εσιωπούσε. Το πλοιάριον εξηκολούθει να τρέχη εμπρός. Ο δε ποντικός έτρεχε κατόπιν και εφώναζε: — Πιάσετέ τον, πιάσετέ τον, δεν έχει διαβατήριον! Πιάσετέ τον!

Μα άμα έφτασε κοντά, δεν είδε τίποτε από όσα περίμενε, παρά την προβατίνα να δίνη σαν άνθρωπος το μαστάρι της για να τρέχη μπόλικο το γάλα κ' ένα παιδί, χωρίς να κλαίη, να φέρνη λαίμαργα από το ένα μαστάρι στάλλο το στόμα, παστρικό και χαρούμενο, επειδή η προβατίνα του έγλυφε με τη γλώσσα το πρόσωπο, άμα χόρταινε.

Του λες τους καημούς σου; Πάλι τονε χάνεις, και μαζεύεις τρις χερότερα βάσανα στο κεφάλι σου. Κάλλιο να μην έχης καθόλου, καθόλου καημούς. Τι καλό θα σου κάμουν! Και γιατί να χολοσκάνης του κάκου, ακριβή μου. Εσένα η ζωή σου σαν ατάραγο ποτάμι θα τρέχη. Θα σ' αγαπάη ο καλός σου, ό,τι του γυρεύεις δικό σου θα είνε.

Αυτή η συγκέντρωση της ματιάς, που κάνει τον καλλιτέχνη, περιορίζει με την καθαρήν έντασή της την ικανότητα της λεπτής εκτιμήσεως. Η δημιουργική ενέργεια τον κάνει να τρέχη τυφλά προς τον σκοπό του. Της άμαξάς του τροχοί σηκώνουν σύννεφο τη σκόνη γύρω του. Οι θεοί είναι κρυμμένοι ο ένας από τα μάτια του άλλου. Μπορεί να διακρίνουν τους πιστούς των. Αυτό είναι όλο.

ΒΑΚΧ. Κάτι όμως θα τρέχη μ' αυτόν τον Ερμότιμον. ΜΕΛ. Να με δης και να με λυπηθής, Βακχί, να με δης πιο δυστυχισμένη παρ' ό,τι είμαι σήμερον, αν εγώ γνωρίζω κανένα Ερμότιμον ναύκληρον. Τέλος πάντων ο Χαρίνος εσηκώθη κι' έφυγε αξημέρωτα με το πρώτο λάλημα του πετεινού.

Έβλεπε κατόπιμέσα στο φοβερό, τον ατέλειωτον εκείνο το βραχνάέβλεπε τον Πάτερ Χαράλαμπο μόνο που δε βλογούσε την αμαρτία με το Βαγγέλιο στο χέρι, που άκουγε τις ψευτιές του Πανάγου και τις σκέπαζε με το πετραχήλι του, κ' ύστερα να τρέχη και να τις φέρνη αντίδωρο, λέει, ποιανού; — του Δημήτρη!

Εκεί τον είδα κ' επλησίαζεν εις το γεφύρι. Μα καθώς ήτανε χειμώνας, και τα κλαδιά χωρίς φύλλα, και καθώς είχε την υποψία μέσα του, μ' εσκιάχθηκε πριν ζυγώση αψηλά, στην μέση του γεφυριού, κ' εστράφη πίσου κι' άρχισε να τρέχη. Έπεσα κατόπι του μ' όλη μου τη δύναμι, μα ήτανε γρηγορώτερος. Δύο φοραίς ετράβηξα πάνω του, δυο φοραίς απάντησε το σκυλί φεύγοντας.

Ποσάκις μόλις είδα την ημέραν επόθησα του Σύμπαντος την σφαίραν εις άμορφον σωρόν να μεταβάλλω κι' επάνω εις ερείπια να ψάλλω. Και άλλοτε 'στούς τοίχους μου σαν είδα να τρέχη σιχαμένη κατσαρίδα, κι' ετόλμησα κι' εγώ να την σκοτώσω ποσάκις δεν την έκλαυσα και πόσο! Όλα θαρρώ πως κλαίνε και τους καϋμούς των λένε.

Σε μια εποχή αλλοτεσινή, που πονηριαίς και δόλοι, Το κύρος είχαν δυνατό στην οικουμένην όλη, Γιατί το Ψέμα τολμηρό με πλάνον είχε φτάση, Τον εαυτό τους των πολλών τη γνώμη να θρονιάση. Με παρρησία στο κοινό οπού ήθελε να τρέχη, Ελεύτερο, ανεπόδηγο, και κόπον να μην έχη. Να περπατή με σοβαρό, με περιφάνιας ήθος, Και να τρομάζη των μικρών και των τρανών το πλήθος.

Και έτσι μέσ' στα χέρια του, ενώ η ζωή της φεύγει και λίγη ακόμη μένει της πνοή, ζητάει ακόμα μία φορά τα μάτια της να ιδούν το φως του ήλιουγια τελευταία της φορά, πριν κλείσουνε για πάνταΜα τώρα ας πάω να τους πω πως ήρθατε. Βεβαίως οι βασιλιάδες πάντοτε δεν αγαπώνται τόσο, ώστε να τρέχη ο λαός τριγύρω τους, σαν τύχη να τους σπαράζη συμφορά. Εσείς παληοί είσθε φίλοι. ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ Αλλοίμονον!

Λέξη Της Ημέρας

ορέων·

Άλλοι Ψάχνουν