Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Σεπτεμβρίου 2025
Βεβαίως δε πρέπει εις τοιαύτα μέρη να έχη κανείς ελαφρά όπλα και να μην έχη βάρος όταν τρέχη. Λοιπόν η ελαφρότης των τόξων και των βελών φαίνεται ότι είναι αρμοδία. Αυτά λοιπόν όλα διά τον πόλεμρν εσυστηματοποιήθησαν όλα και ο νομοθέτης όλα αυτά, καθώς μου φαίνεται, τα συνέταξε έχων αυτό υπ' όψει του.
Έβαλα μέσα την ομορφιά σου, έβαλα την ψυχή και τους λογισμούς σου, έβαλα τη ζωή σου, έβαλα και την αγάπη μας μέσα. Τότες είπα της βαρκούλας να τρέχη, να τρέχη στα αιώνια τα νερά. Έτσι θα γλυτώσης Εσύ κι από το Χάρο κι από τον Άδη. Όσο η θάλασσα δεν ξεραθή, θα φουσκώνη η βαρκούλα τα παννιά της· όσο ζήση αφτός ο λαός, θα ζήσης και συ. Και κοίταξε τι ωραία!
Και το τραγούδιν έλεγε και το τραγούδι λέγει: « Ήλιε μου και τρισήλιε μου και κοσμογυριστή μου, » Ποιος είνε άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι, » Να σπάζη με τα χέρια του τα σίδηρα σα βέργιες, » Με το βαρύ του βάδισμα να ξερριζώνη βράχους, » Να φεύγη σαν την αστραπή, να τρέχη σαν τ’ αγέρι;
Και νερό αναβρύζοντας από κάποια πηγή έκανε να τρέχη ποταμάκι ως που και λειβάδι χαριτωμένο απλώνονταν εμπρός στη σπηλιά, επειδή από την υγρασία φύτρωνε πολύ και μαλακό χορτάρι. Κ' ήταν εκεί κρεμασμένα και καρδάρες και παγιαύλια και σουραύλια και φλογέρες, γεροντότερων βοσκών τάματα. Στη σπηλιά αυτή των Νυμφών πηγαίνοντας συχνά προβατίνα νιόγεννη, έκανε πολλές φορές να θαρρούν πως χάθηκε.
Δεν αρράξαμε ακόμη και βλέπω άξαφνα τον καπετάν Μπισμάνη κατακόκκινον, ξεσκούφωτον, αναμαλλιασμένο να τρέχη στην πλώρη, να καβαλάη το μπαστούνι, ν' αρπάζη τον έξω φλόκο και χτυπώντας το στήθος του να βρίζη και να καταριέται και να θεορρίχνη. Κυτάζω καλά· το καταραμένο μπάρκο έστεκε δίπλα μας! — Παλιοτσόπανε!... παπλωματά! καραβανά!... αλυχτούσεν ο καπετάνιος μας.
Μα όταν ερχόταν η άνοιξη και το νερό άρχιζε να τρέχη από τη στέγη στην αυλή, ο Σβεν λησμονούσε όλα τάλλα, εξόν από το πως είταν ένα μικρό αγόρι, που ήθελε να πηγαίνη βαθιά στο δάσος.
Για τούτο ο Χαγάνος έδειξε στους σοφούς την πόρτα. Τώρα τους έβλεπε να παραστέκουν και να κεντούν με λόγια και ξεφωνητά την προθυμία του Αριστόδημου. Ο ίδρωτας έλουζε το στεγνό πρόσωπό του· ο ήλιος έψενε και ξενεύριζε το αρρωστιάρικο σώμα του. Μα εκείνος εξακολουθούσε να τρέχη εδώ κ' εκεί, να φωνάζη τους αργάτες, να ψαχουλεύη τα χώματα.
Λεν πως τους κυνηγούσε ένας στρατός από δεκαπέντε χιλιάδες, μα ο στρατηγός τους δε φαίνεται να είταν από τους καλούς του Ιουστινιανού, επειδή άλλο από το να τρέχη κατόπι τους δεν έκαμε. Άλλα πάλε δεινά στα 550, κι ακόμα πιο περίεργα.
Αλλ' όμως δεν είναι βία· αύριον ζητώ να μου την δώσης. — Κι' ως πού πηγαίνεις; ΒΑΓΚΟΣ Ως εκεί που να περάση η ώρα έως το δείπνον. Αλλ' εάν δεν τρέχη τ' άλογόν μου, τότε μιαν ώραν ή και δυο θα κλέψω απ' την νύκτα. ΜΑΚΒΕΘ Μη λείψης 'ς το συμπόσιον. ΒΑΓΚΟΣ Βεβαίως δεν θα λείψω.
Αι φλόγες θα ανεκόπησαν ίσως προ του κενού διαστήματος. Με την ελπίδα ταύτην ήρχισε να τρέχη, καίτοι εκάστη πνοή ανέμου έφερεν όχι μόνον καπνόν, αλλά χιλιάδας σπινθήρων, οι οποίοι ηδύναντο να φέρουν το πυρ εις το άλλο άκρον της ατραπού και να του αποκόψουν την υποχώρησιν. Διέκρινε τέλος διά μέσου πέπλου εκ καπνού τας κυπαρίσσους του κήπου του Λίνου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν