United States or Djibouti ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτός ήτον ο αμαξάς εκείνης της καρρότσας, που είχα ιδεί να στέκη απ' έξω εκεί. Κατάλαβα τι έτρεχε. Είχαν σκοπό να φύγουν όλοι τους μαζί, για κανένα περιβόλι, κ' είχαν έτοιμο και τον αμαξά με την καρρότσα, κι' ο άνδρας μου, που έκανε και το νουνό, θα πήγαινε, καθώς φαίνεται, μαζί τους. Πριν φύγουν, ηθέλησαν σαν καλοί χριστιανοί, να βαφτίσουν το μωρό τους.

Κι' έσκουξε τότες κι' η φωνή αχούσε απ' άκρη ως άκρη 275 «Αδρέφια, πρώτοι οπλαρχηγοί των Αχαιών κι' αρχόντοι, έλα βοηθάτε τώρα εσείς μην πάθουν τα γοργά μας καράβια, τι ο βαθύγνωμος του Κρόνου γιος εμένα δε μ' άφηκε τους σκυλοχτρούς ναν τους χτυπώ όλη μέραΕίπε, και βάραε ο αμαξάς τα καλοτρίχωτα άτια 280 κατά τα πλοία· και τα ζα με προθυμιά πετούσαν.

Ο αμαξάς έβγαλε τα γκέμια των άλογων τα πότησε μ' ένα τενεκεδένιο κουβά, τους ξανάβαλε τα γκέμια, και φώναξε: — Έτοιμος είμαι! Ο Άγγλος έσφιξε τότε τα χέρια του αντρόγυνου, έβγαλε γελαστός την κάσκα του, χαιρέτησε κι ανέβηκε στη σούστα.

Εκάμαμε μαζύ τρία χρόνια φυλακή. — Αβδέρ-Γεζίτ! — Ο λοκαντιέρης; Είνε κουμπάρος μου· τον παίρνω εγώ, λέγει σοβαρώς ο κομματάρχης Χασάν. — Αβα-ήλ-Μουλεύ! — Ο αμαξάς του ιπποσιδηροδρόμου! αναφωνεί ο Γιουσέφ-Μουχαδή, μικρός κομματαρχίσκος, περιφερόμενος εν τη αιθούση διά κλονουμένου βήματος, μεθύων και παραπαίων, καπνίζων δε πούρον μεγαλοπρεπές, όπερ εξήλθε προ μικρού της σιγαροθήκης του υποψηφίου.

Ήθελε να ίδη διαβάτας πυκνούς πληρούντας την οδόν, και αμάξας αλλεπαλλήλους παρερχομένας, και καταστήματα πλήρη αγοραστών και περιέργων, και θόρυβον πολύν, και ζωήν, και κίνησιν. Ήθελε ν' αγρυπνήση άκων εκ της τύρβης της μεγαλοπόλεως. Αλλ' η προσδοκία του απέμεινεν εσφαλμένη, και ταχέως κατενόησεν, ότι μάτην ηγρύπνει.

Θάρθω κ' εγώ μαζί σας όπου πάτε! είπα εγώ χτυπώντας το κοφτερό του χεριού επάνω στην παλάμη μου. — Σύρε να φέρης το παιδί, μου λέει ο άνδρας μου. — Πάμε μαζί, του λέω. Ο Λευθέρης άρχισε να ξύνεται. Ο αμαξάς χωρίς να του προτείνη κανείς τίποτε, άρχισε να φέρνη δυσκολίες. — Συφωνήσαμε για τρεις νοματαίους και το μωρό τέσσεροι και μου δώσατε, τι μου δώσατε; τον άκουσα να λέη στον ανδράδελφό μου.

Αι υμέτεραι γυναίκες δεν κάμνουσι τίποτε από όσα ανεφέραμεν, αλλ' ενασχολούνται εις έργα γυναικεία με τας αμάξας των, μήτε προς θήραν εξερχόμεναι μήτε πράττουσαι άλλο τι παρόμοιον. Τούτου ένεκα ποτέ δεν θα συμφωνήσωμεν.

Δεν εννοούσα γιατί καθόμουνα εκεί και γιατί ήθελα να κάμω αυτόν το δρόμο μέσα στη δυνατή βροχή, αυτόματα όμως, όπως και πρωτήτερα, είπα του αμαξά: — Γλήγορα, όσο μπορεί να τρέξη το άλογο. Το μικρό παιδί μου πεθαίνει. Ο αμαξάς μας είχε φέρει με το αμάξι του πολλές φορές. — Είναι το μικρό αγοράκι, που είναι τόσο ωραίο; ρώτησε.

— Ο αμαξάς θέλει να μου ειπή κάτι; αυτό δα είνε πάλιν από τ' άγραφα. — Όχι, αφέντη, είνε ο κύριος Ορέστης . . . — Ο Κύριος Ορέστης! αναφωνεί η Φρόσω. Περίεργον! — Λέγεις ν' αργήσαμεν; ερωτά ο Παρδαλός· το ωρολόγι μας θα πηγαίνει τρομερά πίσω! Ας ορίσητην σάλα, και τόρα έφθασα! προσθέτει, εις την υπηρέτριαν αποτεινόμενος,

Κατόπιν διετάχθη το σώμα τούτο να εισέλθη πάλιν εις την χώραν και να πολεμήση τους Πέρσας εάν κρίνη την περίστασιν αρμοδίαν. Τας δε αμάξας, εις τας οποίας διαιτώντο τα τέκνα και αι γυναίκες όλαι, όλα τα ζώα πλην εκείνων τα οποία ήσαν αναγκαία διά τροφήν, τόσα αφήσαντες, έπεμψαν τα άλλα ομού με τας αμάξας παραγγείλαντες να διευθυνθώσι προς βοράν.