United States or Estonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το τροπάρι θέλει να πη πως κάθε ώρα και στιγμή πρέπει να τον περιμένωμε, γιατί εκεί που δεν τωλπίζομε, μέσα στα βαθειά μεσάνυχτα, μπορεί να φανερωθή. Έτσι ξηγούσε ο παπάς το τροπάρι. Οι παπάδες όμως όλα τα ξηγάνε παπαδίστικα. Η ΤαρσίτσαΘεέ μου, συχώρεσέ με! — τάπαιρνε ωστόσο αλλοιώτικα τα λόγια του τροπαριού. Δεν είνε μονάχα η Εκκλησίαέλεγε από μέσα τηςπου περιμένει τον «Νυμφίο» της.

Τώρα καιρός είνε να σου σηκώσω το βάρος, παπά μου. Θα γυρίσω στο νησί! είπε. — Τι να κάνης στο νησί; τη ρώτησε φλομωμένος ο παπάς. — Αυτό το ξέρω εγώ και η Μοίρα μου! είπε η Ταρσίτσα καταπίνοντας τα δάκρυά της. Είνε κι' άλλες απελπισμένες, με τη μαύρη τη μανδήλα, στην Υπαπαντή. Σηκώθηκε και τράβηξε στην κάμαρή της, κρατώντας τον τοίχο να μην πέση.

Σ' όλα τα άλλα καλή και άξια, μάλαμα γυναίκα». Γι' αυτό κ' η Αννίτσα τη συμπονούσε και πήγαινε με τα νερά της. Ένα πρωί, πρώτη του Μαρτιού, η Ταρσίτσα σηκώθηκε χαρούμενη, σαν να είχε δει καλό όνειρο. Κάτι σιγοτραγούδησε από μέσα της, ύστερα πήρε κόκκινη κλωνά κ' έπλεξε το «Μάρτη». Ένα για την Αννίτσα, ένα για τον εαυτό της: Οπώχει κόρην ακριβή του Μάρτη ο ήλιος μην τη δη,

Και νύχτα, βαθειά μεσάνυχτα, μπήκε κρυφά στο σπίτι ο καλός της και την άρπαξε. Ο παπάς δεν πολυσκοτίστηκε και τόσο. «Νέοι είνε κι' ας παντρεύωνται», είπε. Η παπαδιά, ναι μεν της κακοφάνηκε πούγινε η ντροπή στο σπίτι της, μα πάλι δεν έκανε και μεγάλο κακό. «Τυχερά πράμματα», είπε. Η Ταρσίτσα δε μίλησε όλην τη μέρα. Μιλιά δεν της βγήκε απ' το στόμα.

Ο παπάς ρούφηξε την τσιγάρα του, μια τσιγάρα χοντρή σαν το μεγάλο του δάχτυλο, έπαιξε το κομπολόγι του μια και δυο φορές στη φούχτα του και της είπε, χαμογελώντας: — Ακόμα δεν την έβγαλες, ευλογημένη, αυτή την ιδέα από το μυαλό σου; Ακόμα τη συλλογίζεσαι την παντρειά; Μπα! που νάχης την ευχή του Θεού. Η Ταρσίτσα πειράχτηκε ως τα κατάβαθα της καρδιάς της.

Μα είχανε κ' έναν προστάτη, θα πης. Σα δεν έχη έναν προστάτη στον κόσμο η γυναίκα, το αδύνατο το μέρος, βλέπεικαλή ώρα! — τα καλά που είδε κ' η Ταρσίτσα! Τα χείλια της στάζανε φαρμάκι Είχε γίνει χλωμή σα θειαφοκέρι απ' το κακό της. Ο παπάς άρχισε να τη βαρυέται και χασμουρήθηκε δυνατά, κάνοντας το σημείο του Σταυρού με το ένα δάχτυλο μπροστά στα δύο τρία δόντια που τούχανε απομείνει.

Λες και περνούσε πάλι μπροστά τους, στην ώρα του απάνω, ο Αγγελής, στοιχειό ενός στοιχειού. Ο Μιχαληός βλαστήμησε από μέσα του: — Σκασμός βρωμόσκυλα! Τώραπου να μην έσωναθαρρώ πως καταλαβαίνω κ' εγώ τη γλώσσα σας. Σκασμός! Είχε περάσει τα εξήντα η Ταρσίτσα και περίμενε ακόμα το γαμπρό.

Γιατί να βάλη τον πειρασμό μέσ' στο σπίτι του; «Ουαί τω δι' ου το σκάνδαλον έρχεται». Αυτά κι' αυτά τον κάνανε τον παπά ν' αποζητάη την Ταρσίτσα. Ένα χέρι πάντα καλό θα ήτανε για τη λάτρα των παιδιών, για βοήθεια της παπαδιάς, για συντροφιά στο σπίτι. Ύστερα, κοντά στ' άλλα, η Ταρσίτσα είχε και το κομπόδεμά της, έξη-εφτά χιλιαδούλες.

Η Ταρσίτσα ζύγωσε την καρέκλα της στον παπά. Της φάνηκε πως ήτανε πιο ήμερος τώρα, πως ερχότανε στο κολάι. — Σαν έμπη ο γαμπρός στο σπίτι, είπε, σαν τον πονέση η καρδιά του, όλα διορθώνονται. Δεν κυττάει πια τις χιλιάδες! Ο παπάς έμπηξε τα γέλια, χαϊδεύοντας στον ίδιο καιρό την Ταρσίτσα στις πλάτες. — Γελάς, παπά μου; — Αμ' τι να κάμω, ευλογημένη; Γελάω.

Και γιατί να τηνέ βγάλω, παπά; Είνε καμμιά αμαρτία, μαθές; Το χρέος κάθε τίμιας γυναίκας είνε ναρθή στον κόσμο, να κάνη το θέλημα του Θεού, ναναστήση παιδιά στη Χριστιανοσύνη με τη δόξα του Κυρίου. — Καλά και άγια είνε όλ' αυτά, Ταρσίτσα μου, είπε πάλι ο παπάς· μα κάθε πράμμα στον καιρό του κι' ο κολιός τον Αύγουστο, που λέει κ' η παροιμία. Γεράσαμε, ξαδέρφισσα, δεν το κατάλαβες;