Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 28 Ιουνίου 2025


Αλλ' είτε εκ του τρόμου, είτε εκ της βίας, είτε εκ του βάρους του, έχασε στρεφόμενος και ισορροπίαν και δυνάμεις, αντί δε να πλεύση εβυθίσθη βαρύς εντός της θαλάσσης. Ταύτα πάντα αστραπηδόν, εν μια στιγμή.

Ο Έφις σταμάτησε για μια στιγμή στο μέσο μιας ομάδας χωρικών από την περιοχή του Νούορο. Οι γυναίκες κάθονταν στη σειρά εμπρός από τις καλύβες, περιμένοντας ν’ αρχίσει η λειτουργία και οι άλικοι κορσέδες τους έδιναν μια κόκκινη απόχρωση στη σκιά του τοίχου. Η λειτουργία όμως αργούσε.

Βγήκαμε και τονε φέραμε μέσα. Αχ, και πώς να το ξεχάσω το πικρό του χαμόγελο! Πρέπει νάμειν' έτσι το πρόσωπό του από τη στιγμή που έπεσα πάνω του και τον πασπάτευα να δω α ζούσε ακόμα. Πού να την ιστορήσω την ανιστόρητη εκείνη τη νύχτα, παιδί μου! Αποφασίσαμε να μείνουμε, και να μη φύγουμε.

Τέλος η στιγμή ήγγικεν, ο θάνατος του αφήρεσε την πνοήν και επί του προσώπου του εζωγραφήθη θεία γαλήνη. &«Βινίκιος Πετρωνίω, χαίρειν·& »Αν και ευρίσκομαι εδώ, φίλτατέ μου, μανθάνω από καιρού εις καιρόν τα συμβαίνοντα εν Ρώμη, και διά να πληροφορώμεθα καλλίτερον, έχομεν τας επιστολάς σου . . . Με ερωτάς εάν είμεθα εν ασφαλεία· θα σου απαντήσω απλώς: μας ε λ η σ μ ό ν η σ αν. Τούτο ας σοι αρκέση.

Δεν είναι, δεν υπάρχει κανένας τόπος πουθενά που να μην πονή η καρδιά, που νανασάνη η ψυχή μας, κανένας ήσυχος, ολόφαιδρος τόπος, ηλιολουσμένος, που να μη μαρτυριούμαι; Δεν κάθεται πουθενά, δεν έχει σπίτι η Εφτυχία, να πάμε και μεις μια φορά να τη βρούμε; Λέλα μου, μη μ' αφίνης. Μια στιγμή να μη σε διώ, χάθηκε ο κόσμος.

Ένα θεόρατο μπάρκο με τα πανιά του τρίγγου και της αμπασογάμπιας ήταν κολλημένο μάσκα με μάσκα στο δικό μας. Ήταν εκείνο που είδα μια στιγμή το μεσημέρι και το έχασα πάλι. Τραβέρσο εμείς τραβέρσο εκείνο ετρακάραμε στη βόλτα. Εκεί ν' ακούσης φωνές και κακό! Ο καπετάνιος του μπάρκου έβριζε τον δικό μας και τον έλεγε τσοπάνο· ο δικός μας έβριζε και τον έλεγε παπλωματά!

Το χοντρό και μαύρο του χέρι σπόγγισε ίδρωτα αγωνίας από το μέτωπό του. — Α! γυναίκα, γυναίκα, είπε μαναστεναγμό, καλά που μούλεγες και δε σάκουσα. Να η αμαρτία που μέφερε, Κεδά είντα θα κάμω; Μια στιγμή κίνησε για να γυρίση στο χωριό· αλλ' ευθύς άλλαξε γνώμη και τράβηξε κάτω προς ταμπέλι, όπου πήγαινε. Στο κεφάλι του ήτο ένα φοβερό κιαξέμπλεχτο ανακάτωμα.

Ιδού, βλέπω μίαν εφήμερον, η οποία διερχόμενη πλησίον μας σ' εκύτταξε μετά συμπαθείας. Πέταξε να την φθάσης. Αλλ' αισθάνομαι ότι έφθασεν η τελευταία μου στιγμή. Χαίρε, μικρέ μου φίλε.

Α, στάσου τώρα μια στιγμή για να ειδοποιήσω και τη γειτόνισσ' από δω, και να της γρατσουνίσω την πόρτα με το νύχι μου, κ' εκείνη να το στρίψη, χωρίς να νοιώση ο άνδρας της τη νύχτα πως θα λείψη. Α' ΓΥΝΗ Να, τώρα βλέπω πούρχεται εδώ κ' η Κλειναρέτη, και η Σωστράτη. . . έρχεται μαζύ κ' η Φιλαινέτη. . .

Ο Έφις την κοίταξε μια στιγμή ικετευτικά. «Ο ντον Πρέντου θέλει ν’ αστειευθεί.» «Κακό σημάδι. Όταν αυτός θέλει ν’ αστειευθεί, κάποιοι θα κλάψουν», είπε η γυναίκα, αψηφώντας το βλέμμα του αφεντικού της και πίσω της χαμογελούσε, χλωμή και αινιγματική, με το μακρύ της στόμα κλειστό και με δυο λακκάκια στις άκρες, η Πατσάνα, η άλλη υπηρέτρια. «Λέω να παντρευτείς τον Έφις, Στεφάνα.

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν