Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Ιουνίου 2025
Για δες πόσο βαθειά, ίδια σπαθιά, του σέρνεται στη ράχη η γραμμή! 2α ΓΥΝΑΙΚΑ. Να μετανοιώση γίνεται την τελευταία πια στιγμή; ΑΓΙΟΣ ΔΗΜ. Κανένα άρωμα δεν φέρνει τόσο βαθειά την ταραχή στων ανθρώπων την ψυχή, όσο το χώμα έπειτ' από φθινοπωρινή βροχή. 3ος ΘΕΣΣΑΛ. Μέσα στον τάφο ξετυλίγονται φρικτές σαπήλας οπτασίες. . . Έπαρχε κάνε του χάρι, Ήτανε ο Δημήτριος της πόλις το καμάρι.
Ο Γκορνεβάλης ξεπετιέται από τον κρυψώνα του, πιάνει το χαλινό, και συλλογιζόμενος στη στιγμή όλο το κακό πούχε κάμει αυτός ο άνθρωπος, τόνε ρίχνει κάτω, τον κάνει κομμάτια, και φεύγει, πέρνοντας μαζύ του το κομμένο κεφάλι. Κει κάτω στη χορταρένια καλύβα, ο Τριστάνος και η Βασίλισσα κοιμούνται σφιχτά αγκαλιασμένοι, απάνω στην ανθισμένη χλόη.
Και, αν και κουρασμένος, αν και η φωνή του ήταν αδύνατη κ' έτρεμε, αν και η ραχοκοκαλιά του πονούσε ακόμα λίγο, της διηγήθηκε με τον πιο απροσποίητο τρόπο ό,τι του συνέβη από τη στιγμή του αποχωρισμού τους. Η Κυνεγόνδη ύψωνε τα μάτια στον ουρανό. Έκλαψε για το θάνατο του αγαθού αναβαφτιστή Ιακώβου· και κατόπι μίλησε ως εξής στον Αγαθούλη, που δεν έχανε λέξη και την κατάτρωγε με τα μάτια του.
Και τη στιγμή αυτή μου φάνηκε μικρό κι ανάξιο να δοκιμάσω να οδηγήσω ή να επηρρεάσω τη θλίψη της. Την έσυρα μόνο κοντά μου κ' είπα: — Κλάψε κοντά μου! Κλάψε όσο θέλης! Μη βιάζης τον εαυτό σου! Νομίζεις πως και γω δε λυπούμαι όσο και συ; Τα δάκρυα της πλημμυρίσανε τα μάτια κι όμως το πρόσωπό της, που είτανε γυρισμένο σε μένα, έλαμπε τόσο από χαρά, σα να της ήρθε η μεγαλήτερη ευτυχία.
Κατόπιν εκθέτει ο αυτοκράτωρ τα από της πτώσεως του Χοσρόου μέχρι της συνομολογήσεως της ειρήνης και τελειώνει διά της αγγελίας ότι μετ' ολίγον επανέρχεται μετά του νικηφόρου στρατού εις το κράτος και εις την πόλιν. ΙΓ'. — Επιστροφή του αυτοκράτορος. Συγκινητική ήτο η στιγμή, κατά την οποίαν συνηντήθησαν πατήρ και υιός μετά πενταετή χωρισμόν και μετά τόσα μεγάλα γεγονότα.
— Ο Βασίλ'ς! της είπε λαχανιασμένος. Εκείνη η στιγμή είταν η πρώτη χαρούμενη στιγμή, αφόντας είχε πεθάνει η δόλια η Μάννα, που αιστάνονταν το χαροκαμένο σπίτι.
«Φίλη, είπε ο Τριστάνος, να ο Βασιληάς και κύριός σου, οι ιππότες του και οι πολεμιστές του. Σε μια στιγμή δε θα μπορούμε πεια να μιλάμε. Στ' όνομα του παντοδυνάμου και δοξασμένου Θεού, σ' εξορκίζω αν ποτέ σου στείλω κανέναν απεσταλμένο, κάνε ό,τι θα σου παραγγείλω!
Χωρίζει για χρόνια και σμίγει στη στιγμή. Δεν έχεις πάντα στο χέρι τον καιρό και όταν τον εύρης τρέχεις μαζί του θέλοντας και μη. Το άτομό σου στην άκρη· δεν έχει θέλησι. Ως που να τον εύρης πάλι ναρκωμένον και τότε κάθου και κομπόδενε. Έκαμα κ' εγώ κάμποσες βίζιτες. Είχα τα δικά μου, τις λειψοδοσίες μου.
Σα νάτο μαγνήτης, πάντα κοντά της βρισκόμουν· και μια στιγμή πούχαμε μακρυνθή λιγάκι από τις άλλες, σιγοτραγούδησε μια μαντινάδα, που μόνον εγώ άκουσα: Δεν είνε πόνος να πονή, πόνος να θανατόνη, Σαν την αγάπη την κρυφή, όντε ξεφανερόνει. Έπειτα με κύταξε και το βλέμμα της έλεγε: «Σε καταλαβαίνω, καϋμένο παιδί· μα συ πώς να με καταλάβης;»
Περίεργο ως τόσο ζωύφιο ένας γρύλλος εκεί! Μια στιγμή στο πλαγινό μου κελί, απ' τ' άλλο μέρος απ' το κελί του ηγούμενου, αγροίκησα κάποιο θόρυβο σιγαλής κουβέντας κι ανάλαφρα πατήματα. Μια μικρή ξύλινη πόρτα αντάμονε το κελί μου με τ' άλλο που άκουα το θόρυβο. Χωρίς να θέλω την σίμωσα και κοίταξα από μια χαραμάδα. Στην αρχή δεν καλόβλεπα τίποτε, μόλις χάραζε λίγο φως. Κοίταξα ακόμα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν