Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Μαΐου 2025
Κουρελιασμένα σύγνεφα καφετιά, σαν γιγάντιες αράχνες εκρέμονταν εδώ κ' εκεί και σταχτοκόκκινη σκόνη εκαθόταν ανάλαφρα στις στεριές και τη θάλασσα. Εκινούνταν κάποτε, έβγαζαν καμμιά σπηλιάδα, έπαιρναν μπουρίνα τα πανιά και αυλακώναμε τη θάλασσα ζερβόδεξα μ' ένα γλυκομουρμούρισμα, αποκαρωτικό κ' εκείνο.
Αυτοί τοξεύουν και ρίπτουν ακόντια, αλλά σεις δεν φοβείσθε να σας τρυπήσουν τα βέλη, διότι είσθε μαυρισμένοι από τον ήλιον και έχετε άφθονον αίμα• δεν είσθε άχυρον και σκόνη του αλωνιού σεις, ώστε να σας καταβάλλουν γρήγορα τα κτυπήματα, αλλά πολύ αργά και μόνον όταν φθάσουν εις πολύ βάθος τα τραύματα θα χύσετε ολίγον αίμα. Αυτά μου φαίνεται ότι λέγεις, εκτός αν δεν ενόησα καλά τους λόγους σου.
Στα σκαλοπάτια της εξώπορτας τίναξε τα πόδια του, το ένα μετά το άλλο, για να μην πάρει μαζί του ούτε τη σκόνη από το σπίτι που εγκατέλειπε. Κεφάλαιο δέκατο τρίτο Έξω τον περίμενε ο Τσουαναντόνι. «Σας φώναξα τρεις φορές. Πάμε, η γιαγιά μου δεν είναι καλά και θέλει να σας μιλήσει. Γιατί δεν έρχεστε; Μη φοβάστε, δε θα σας πάρουμε το ψωμί απ’ το δισάκι.»
Διέταξε να φέρουν ψωμί και κρασί και είπε προς τον υπηρέτη να πάη να φάγη και εκάθησε για να γράψη. «Επέρασαν από τα χέρια σου, τα καθάρισες από τη σκόνη, τα φιλώ χίλιες φορές, συ τα άγγιξες και συ πνεύμα του ουρανού εννοείς την απόφασή μου, και συ, Καρολίνα, μου δίνεις το όπλο, συ, από τα χέρια της οποίας επιθυμούσα να δεχθώ το θάνατο, και, αχ! τώρα τον δέχουμαι. Ω, εξέτασα τον υπηρέτη μου.
Κι' αλήθεια τα ποδήματά του ήτανε ξεσχισμένα και γεμάτα σκόνη και τα ρούχα του σπαραγμένα απ' ταγκάθια του δρόμου.
Η κάσσα της Βεργινίας πήγαινε τον ανήφορο μπροστά, ξέμακρα απ’ τη συνοδεία. . ο άνεμος της ξεμάλλιαζε τα κόκκινα μαλλιά της. . η σκόνη πηδούσε χούφτες χούφτες στο νεκρό της πρόσωπο και της το φιλούσε. . η φωνή του ψάλτη με το'να μάτι έκανε δρόμο για τον ερχομό της. . . Ως που να πάνε στην εκκλησιά του Νεκροταφείου τα μάτια του Νίκου είχανε στεγνώσει-γιατί τον κύτταζαν κ' οι γυναίκες!... -Τo καημένο το παιδί ! έλεγε μια γριά μ’ ένα μαντήλι στο κεφάλι σε μια χοντρή μεσόκοπη-άτυχο που ήτονε να πάρη άρρωστη γυναίκα- παιδί πράμα! -Αμ τούχε ριχτή αυτή-Θεός σχωρέσ’ την ψυχή της !. . κι απέ αυτός δεν τόχε σκοπό για στεφάνι• τονέ μπλέξανε βλέπεις τον άνθρωπο. . αυτή φαινόταν από παντοτεινά φιλάρρωστη.
Σιγά σιγά επήγε στον τοίχο, κατέβασε τρέμοντας τα όπλα, τα εκαθάρισε από τη σκόνη και εδίσταζε, και θα εδίσταζε ακόμη για πολύ αν δεν την επίεζε ο Αλβέρτος με ένα ερωτηματικό βλέμμα. Έδωκε το ολέθριο όπλο στον υπηρέτη, χωρίς ούτε λέξη να μπορέση να προφέρη και, όταν αυτός εβγήκε απ' το σπίτι, εμάζεψε την εργασία της, επήγε στο δωμάτιό της σε μια κατάσταση ανέκφραστης αβεβαιότητος.
Ήσυχοι οι άλλοι βάδιζαν παλικαριά γιομάτοι, οι Δαναοί, μ' απόφαση στη μάχη να βοηθιούνται. Κι' όπως ο νότος καταχνιά στα ραχοβούνια απλώνει, 10 καταραμένη απ' τους βοσκούς, καλή για νυχτοκλέφτη, κι' όσονε δρόμο πάει πετριά τόσο θωράει το μάτι· έτσι ενώ βάδιζαν πυκνή σηκώνουνταν η σκόνη κάτου απ' τα πόδια, και γοργά διαβαίνανε τον κάμπο.
Πέτρες, πέτρες, κ' ένα σύννεφο σκόνη. Τίποτις άλλο δε θυμούμαι της τρομερής εκείνης βραδιάς, παρά που ήρθαν κατόπι μ' αναμμένα δαδιά, και σήκωναν πέτρες, και φώναζαν, κι αναστέναζαν, κ' έκλαιγαν. Μου φαινότανε σα να είμουνα μισοθαμμένος. Δεν πονούσα πουθενά, μα θαρρούσα πως σε δύο κομμάτια χωρίστηκα. Έτσι κι ο νους μου είτανε χωρισμένος.
Κανένας δεν ήρθε να καθίση εκεί μέσα, ούτε κανένας περνάει σιμά του. Ο φιλόσοφος ήτανε κλεισμένος χρόνια και χρόνια μέσα στον πύργο του. Ζούσε ολομόναχος μέσα σε παλιά βιβλία, τριγυρισμένος από παράξενα εργαλεία, από μεγάλους χάρτες, φαρμάκια και νεκροκεφαλές. Ολόγυρα στους τοίχους ήτανε, κρεμασμένα μέσα σε παχειά σκόνη, σαύρες ξεραμένες, πουκάμισα φιδιών, ξερά βότανα και κάθε λογής μάγια.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν