Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Ιουνίου 2025
— Εγώ δε σκοτώνω χριστιανούς, είπεν ο Σμυρνιός σχεδόν με γλυκύτητα κίσα ίσα εσένα πούσαι γυιός του καλλίτερού μου φίλου. Μόνο θέλω να μου πης είντά 'χεις μ' εμένα. — Πράμμα δεν έχω, μόνο αγαπάς τη Ζερβουδοπούλα και δε με θέλει μένα, είπεν ο Μανώλης με παιδικόν πσράπονον. Ήμουνε και μια ολιά μεθυσμένος. Ο Γιαννάκος εγέλασε και τον αφήκε να σηκωθή. — Και ποιος σούπε πως την αγαπώ; — Αυτή το λέει.
— Τι νάχη τρέξη τάχα; Μη δεν μπόρεσε να βγη ο παπάς από το χιόνι κι' από το σκοτάδι; — Αχ! τι καλό πράμμα να είχε το καημένο το Μικρό Χωριό τον παπά του εγκάτοικο, και να μην προσμένη παπά από το γειτονικό χωριό νάρχεται κάθε γιορτή νύχτα να λειτουργάη; — Κακό χωριό τα λίγα σπίτια! — Τι κατάρα στο καημένο το Μικρό Χωριό να μην έχη ποτέ δικό του παπά! — Κικιρίκουουουουου! Λαλούν τ' αρνίθια.
ΜΙΡ. Μάλιστα, αφέντη, θυμάμαι. ΠΡΟΣΠ. Ωσάν τι θυμάσαι; άλλην κατοικίαν, ή άλλους ανθρώπους; Εικόνισέ μου το καθετί, που η μνήμη σου έχει φυλάξει. ΜΙΡ. Είναι πέρα, πέρα, και κάλλια ως όνειρο παρ' ως πράμμα βέβαιο, που ν' αναπαύεται στην ενθύμησή μου. Δεν είχα έναν καιρό πέντ' έξη γυναίκες οπού μ' επρόσεχαν; ΠΡΟΣΠ. Τες είχες, και περισσότερες.
— Πράμμα που φαίνεται, κολαούζη δε θέλει. Είσαι ο καλλίτερος άντρας του χωριού, Δερβίς αγά, του έλεγον εκατέρωθεν γελώντες οι χωριανοί, οίτινες ήσαν συνειθισμένοι να τον βλέπουν σχεδόν καθ' εκάστην εις αυτήν την κατάστασιν, εγνώριζον δε ότι ήτο ο αβλαβέστερος των μεθύσων.
— Ω! ανεφώνησεν. — Για τόσο πράμμα; του είπεν η μήτηρ του εξετάζουσα το τραύμα με την σπαρτιατικήν της αταραξίαν. Θέλεις να σ' ακούσουν να πουν πως εφοβήθηκες, γυιέ μου;
Εκεί, έβλεπα για πρώτη φορά, να σκοτώνω μια πυκνόμαλλη και μαυρονούρα αλεπού, που κράταε ακόμα στο στόμα της την ωμορφότερη και βαρύτερη κόττα του χωριού, πώσκουζε η καημένη βραχνά- βραχνά, κι' αδύνατα-αδύνατα «κραααά-κραααά-κραααά.... ». Παρέκει, πίσω από μια μεγάλη πέτρα, έβλεπα να με πιάνη ο δάσκαλος μου από τ' αυτί σφιχτά-σφιχτά, γιατί μ' ηύρε να στήνω πλάκες για να τσακώσω κοσσύβια κι' άλλα τσεροπούλλια, πράμμα, που μας το είχε απαγορεμένο, και να με τραβάη για να με πάη μπροστά στ' άλλα μαθητούρια του χωριού, που κάναμαν σκολειό χειμων-καλόκαιρο στο νάρθηκα της εκκλησιάς, όπου το Ψαλτήρι είταν για μεγαλύτερο μάθημα, απ' όλα τα μαθήματα.
Είσαι του λόγου σου μέσα στην καρδιά του κοριτσιού; Πού το ξέρεις κι' αν τον αγαπούσε; Κι' αν δεν τον αγαπούσε ήθελες να τονέ κλαίη τώρα; — Συχώρα με, ματάκια μου, είπε πάλι ο Γιαννιός χαμογελώντας κάτω απ' το μουστάκι του. Σαν είνε έτσι το πράμμα παίρνω πίσω το λόγο μου. Ο Θεός μονάχα να σου χαρίζη ζωή, να μη σε κλάψη του λόγου σου.
Τώρα πήγαιναν μερικές γυναίκες και την έβλεπαν· μα κι αυτές σα μάθαιναν τείπε ο γιατρός, θάπαυαν και θάμενε ναποθάνη έρημη, σαν πανουκλιασμένη. — Θ' αποθάνη; μουρμούρισα πάλιν συλλογισμένος. — Είντα 'πες; ρώτησε η μάνα μου. — Πράμμα. Τη νύχτα κείνη είδα στόνειρό μου το Βαγγελιό.
— Το μάτι της λίμνης, βέβαια, επανέλαβεν ο αγρότης· είνε μες τη λίμνη βαθειά! . . . κι' άμα πέση κανείς μέσα, ή άνθρωπος είνε ή πράμμα, δεν έχει να γλυτώση . . . Το μάτι της λίμνης τον τραβά, τον ρουφάει, και το μάτι της λίμνης βγαίνει τα-ίσα στον αφαλό της θάλασσας.
Οι δύο πρέπει να ομολογήσετε ότι είναι δικοί σας· τούτο το πράμμα του σκότους το αναγνωρίζω για δικό μου. ΚΑΛΙΜΠ. Ω θανάσιμες τσιμπιές που καρτερώ! ΑΛΟΝΖ. Δεν είναι αυτός ο Στέφανος; ο μέθυσος κελλάρης μου; ΣΕΒΑΣΤ. Μεθάει ολοένα· πού ηύρε το κρασί; ΑΛΟΝΖ. Μήτε ο Τρίνκουλος βαστιέται· που να ευρήκανε το πιοτό, που τους ερρόδισε; πώς αρτύσθηκες έτσι;
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν