Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 14 Ιουνίου 2025


Η μοναχή κουβέντα, πώκαναν μέσα στην εκκλησιά, είταν το φάνισμα του ισκιωματιού τη νύχτα μέσα στο χωριό, και τόσο πολύ η κουβέντα αυτή έπαιρνε κι' έδινε, ώστε κι' οι άντρες κουβέντιαζαν, πράμμα που μόνον οι γυναίκες τώκαναν ως τα τότε, κι' έκαναν πάντα τον παπά να τους φωνάζη μες από το γιερό: — «Σωπάστε, γυναίκες»!...

Τώρα τώνοιωσες; φωνεί αγρίως και μαδά έτι βιαιότερον του πώγωνά του ο Γιακούπ. Τώρα τώνοιωσες; Αν είχαμε εμείς ενός δραμιού μυαλό και δύο δραμιών φιλοτιμία, θα μαζευόμαστε πρώτα ώμορφα ώμορφα μεταξύ μας, να συννενοηθούμε, . . . και θα πηγαίναμε ύστερατου Κυρ Χαλέμ, να του πούμε παστρικά . . . — Τι πράμμα; υπολαμβάνει τις των εταίρων, βλέπων διστάζοντα τον Γιακούπ.

Κάτσε το λοιπόν! ξαναείπε. Μας αφήκανε μοναχούς. «Λόγο δεν του παίρνει κανένας, μου είχε πει στην πόρτα ο αστυνόμος. Έφταιξε, λέει, και ας τον παιδέψη ο Νόμος. Τίποτ' άλλο. Σα θέλης κάτσε και μοναχός σου να τονέ ρωτήσης». Ο αστυνόμος είχε την ιδέα πως τρελλάθηκε. Αλλοιώς δεν εξηγιέται το πράμμα. Σαν κάθησα σιμά του γύρισα και τον κύτταξα από πάνω ως κάτω.

Άφτε τώρα τα χωρατά, γιατί μας έπιασε μεγάλος φόβος, καϋμένε . . . . Μην τώχεις μικρό πράμμα . . . . Ποιος ξέρει αν έπαθε και τίποτα. . . . Μου κάνεις τη χάρι, Παγώνα μου, να πάμε μαζί ως απάνου, στην Παναϊά, να ιδούμε, μην είνε πουθενά; — Πάμε, τι θα χάσουμε; είπε πρόθυμος ο νέος.

ΣΕΒΑΣΤ. Η Κλάριβελ. Τα ερχόμενα είναι δουλειά δική σου και δική μου. ΣΕΒΑΣΤ. Τι λογής πράμμα είν' αυτό; πώς είπες; είναι βέβαιο ότι η θυγατέρα του αδελφού μου είναι βασίλισσα του Τουνεζιού, ότι είναι και διάδοχος εις την βασιλεία της Νεάπολης· σ' αυτούς τους τόπους ανάμεσα είναι κάμποσο διάστημα.

Με πιάσανε, με σύρανε στη φυλακή. Φονιάς. Φονιάς έγινα στα γεράματα. — Με το δίκηο σου, Καπετάν Γιάννη, του είπα. Με το δίκηο σου. — Δεν ξέρω δίκηο ξεδίκηο. Ένα πράμμα ξέρω. Ένα μολύβι σηκώθηκε απ' τα στήθια μου. Ανάσσανα. Ο Θεός να με συχωρέση. Έβγαλα το άχτι της γενιάς μου. Μιας γενιάς άχτι. Μια χαρά παράξενη ήταν ζωγραφισμένη τώρα στο πρόσωπό του. — Άκουσε, του λέω, Καπετάν Γιάννη.

Όλοι έβλεπαν μ' απορία τον ξένο και με φόβο παρατηρούσαν για να βρουν κανένα πράμμα, που να μοιάζη με το ίσκιωμα της νύχτας. — Αλλά πάλε μπορεί να μπη ίσκιωμα στην εκκλησιά; Λοιπόν αυτός δεν είναι ίσκιωμα! — Αλλά ποιος νάναι;

Γι' αυτό, όταν ο παπάς της είπε: «γεράσαμε, Ταρσίτσα, δεν το κατάλαβεςξαφνίστηκε σαν να μάθαινε πρώτη φορά ένα πράμμα που δεν τώχε βάλει ο νους της. Είχε γεράσει το λοιπόν η Ταρσίτσα; Από πότε ως πότε; Η καρδιά της, η ψυχή της, το είναι της όλο δεν είχαν αλλάξει σε τίποτε.

Καμμιά μέρα μπορούσε να κλείση τα μάτια και τα λεφτά να πέσουνε στα ξένα χέρια. Σαν ερχότανε κοντά, το πράμμα άλλαζε. Θ' αγάπιζε τα παιδιά, θα τα πονούσε και κάτι μπορούσε να τους αφήση. Ο παπάς ήτανε φρόνιμος άνθρωπος.

Σ ύ γ κ ρ ι σ ι ς Πες μου, Μώκο, στη ζωή σου, Πώς το νιόθεις το κορμί σου, Ζωντανό κανένα πράμμα, Ή της τέχνης είσαι θιάμα; Αγαπούσα να το ξεύρω, Μόνε πώς να σου το εύρω! Δε μου λεις την απορία; -Φίλος είμαι, τι έχεις χρεία. Πέτρα είσαι; Δες κινιέσαι. Μη είσαι δέντρο; Μόνε ξιέσαι. Όρνιο τάχα; θα πετούσες. Μαϊμού; δε θα μιλούσες. Ερπετό; δεν περπατούσες. Κήτος; θέλα κολυμπούσες.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν