Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025
Αφού έπιε δύο τρία τσιμπούκια, έρεγχε μακαρίως ο γέρων, ενώ η φλοξ εχαριεντίζετο παίζουσα και αναλάμπουσα κεκινημένως επί του πραέος αυτού προσώπου. Ότε κρότος οξύτατος ως να εκρούσθη ηχηρώς μέγα ταψίον, τον αφύπνισεν έντρομον τον Μπάρμπα-Σταύρον διακόψας τρομακτικόν αυτού όνειρον. — Πιάστε με! εκραύγασεν ο Μπάρμπα-Σταύρος αναπηδήσας.
Πιάστε την! πλεξίδες απ' τα μακρυά μαλλιά της να μείνουν κολλημένες στου Παρνασσού τους βράχους, εκεί, που το κορμί της θα πέση από ψηλά. ΚΡΕΟΥΣΑ Όχι! Μη με σκοτώσης. . . ω! όχι! σ' εξορκίζω στόνομα το δικό μου και στου θεού αυτό! ΙΩΝ Και τάχα ο Απόλλων με σε τι σχέσιν έχει; ΚΡΕΟΥΣΑ 'Σ εκείνον παραδίδω το σώμα μου ιερό. ΙΩΝ Κι' όμως τον άνθρωπό του ήθελες να σκοτώσης.
Δεν είμαι άτυχος λοιπόν;—στον Δία τον Σωτήρα! δεν είμαι άνδρας δυστυχής; κακήν δεν έχω μοίρα, να ταξιδέψω σήμερα με δυο θεριά ανήμερα; Αν πάθω στο ταξίδι μου φουρτούνες και τρομάρες, πλέοντας κάτω απ' αυτές, της καραπουτανάρες, θάφτε μ' απ' όλους χωριστά στην πόρτα που θα μπω μπροστά, και πιάστε ζωντανή κι' αυτή με πίσσ' αλείφτε τη καυτή, κατόπι ν' αναλύσετε μολύβι, και στα πόδια της τριγύρω να το χύσετε, και στήστε τη μου ύστερα στον τάφο μου, τη λάμνα, για νεκρική μου στάμνα!
Κ' εδά μπλειο, με τη βαροκάρδισι απού τούχω, αν κάνω πως του μιλώ και μ' αντιλοήση, θα τόνε σκοτώσω και δε θέλω να κάμω τέτοιο μεγάλο κρίμα. Μόνο να κάμετε τουλόγου σας, χωριανοί, ό,τι θέλετε. Πιάστε τονε οι φρονιμότεροι και μιλήσετέ του, φοβερίσετέ τονε και με το Μουντίρη· και σα δεν ακούση, δε με γνοιάζει και να τόνε σκοτώσετε.
Πιάστε της τα χέρια. Τρέξετε μέσα. Τι στεκώστε έτσι; Θε ν' αλλάξω για το δικό σου το χατήρι την απόφασί μου. Θέλω να πεθάνω! Την ταπείνωσί μου δεν μπορώ να υποφέρω. . . Εκατό ζευγάρια περιστέρια τάζω στην Αφροδίτη αν γλυτώση Ι Της το πήρα από τα χέρια πριν το σπάση. Δόσ' τον όπως είνε να τον ρίξουνε τον σφάχτη μεσ' στην αναμμένη στάχτη.
Για πιάστε με να σηκωθώ και βάλτε με να κάτσω, Τ' έχω δυο λόγια να σας πω, να σας αφήκω διάτα. Χαμός η αρρώστεια, ωρέ παιδιά, και χαλασμός ο Χάρος.
Ήτο η γραία, η μήτηρ της λεχώνας έξαλλος, τραβούσα τα μαλλιά της, είχε τρέξει έξω της καλύβης, κ' εφώναζε· — Πιάστε την! . . . Πιάστε την! Μας έκαμε φονικό! Η Φραγκογιαννού έτρεχεν, έτρεχεν. Ήλπιζε να χωθή το ταχύτερον εις το δάσος, όπου, και αν τυχόν έτρεχον κατόπιν της, τα ίχνη της τάχιστα θα εχάνοντο.
Λέγει η Τιμή, εγώ σ' αυτό Σας συμβουλεύω, οχ το κοντό Ποτέ μη γελαστήτε Να μου ξεχωριστήτε. Γιατί αν γλιστρήσω μια φορά, 675 Και δε με πιάστε σταθερά, Όσο να με γυρέψτε, Τον κόπο θα ξοδέψτε. Α λ ο υ π ο ύ, και Τ ρ ά γ ο ς Σ' ερημιάς μεγάλης μέρη Ένας Τράγος καλοκαίρι 680 Οχ τη δίψα αναγκασμένος, Περπατούσε απελπισμένος.
Έξω αμέσως το σπαθί και συ, και προσποιήσου ότι υπερασπίζεσαι, και φύγε. Παραδόσου! Εις τον πατέρα μου εμπρός να έλθης! Φώτα! Φώτα! Καλόν θα είναι να χυθή ολίγον αίμα, ώστε ο πόλεμός μας να φανή φρικτότερος ακόμη. Αι! Είδα και χειρότερα να κάμνουν μεθυσμένοι διά παιγνίδι. Κράζει. Πιάστε τον! Βοήθεια! Πατέρα! Εισέρχεται ο ΓΛΟΣΤΕΡ και υπηρέται δαδούχοι. ΓΛΟΣΤ. Εδμόνδε ήλθα, έφθασα!
— Κατόπιν τούτων έτρεχον και οι ένοπλοι εκείνοι άνθρωποι, οίτινες δεν ηδύναντο ευκόλως να τους παρακολουθώσι, διότι το φέγγος της σελήνης ήτο θεϊκόν, και ηγνόουν το έδαφος του τόπου. Εν τούτοις και ούτοι έφθασαν μετά τινα χρόνον ύστερον των τριών Γύφτων. — Πιάστε την! πιάστε την! έκραζε λυσσών ο Πρωτόγυφτος, σείων την πυράγραν ην επρόφθασε ν' αρπάση εκ του χαλκείου,
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν