Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 3 Μαΐου 2025


Γονιό 'χω τον Πολύχτορα, γέρο εστιδά όπως είσαι, άρχοντα πλούσιο εφτά με γιους κι' εγώ το στερνοπαίδι· μα εμένα απ' τους εφτά ο λαχνός μούπεσε εδώ να σύρω. 400 Κι' ήρθα οχ τα πλοία τώρα εδώ στον κάμπο· τι άμα φέξει, θα πιάσει πόλεμο ο στρατός στο κάστρο γύρω πάλι, τι παν να σκάσουν κάθοντας, και πού ναν τους βαστάξουν οι στρατηγοί που πόλεμο διψούν τα παλικάρια

Κουβέντιαζε με την αδελφή της και έλεγε με καμάρι: «Γιατί τη μέρα πρέπει να την ορίσει εκείνος κι όχι εγώ; Εγώ δεν είμαι καμιά χωριάτισσα για ν’ ακολουθώ τα έθιμα». «Τι ανυπομονησία σ’ έχει πιάσει; Η αγγελία έγινε και σήμερα θα συζητήσουμε για τα υπόλοιπα.» Η Νοέμι ήταν ταραγμένη και ο Έφις την άκουγε που πηγαινοερχόταν μέσα στο σπίτι, ελαφροπατώντας αλλά ανήσυχη.

Είπε, και λύθηκε η γιριά στα κλάματα και τούπε 200 «Ωχού, κι' η γνώση σου μαθές τι γένηκε, που ως τώρα στα ξένα και στην Τροία εδώ σε διαλαλούσαν όλοι; Πώς θες να σύρεις στων οχτρών ως στα καράβια μόνος, και ν' αγνατέψεις το θεριό που τόσους κι' αντριωμένους σούσφαξε γιους σου; Σίδερο μαθέ η καρδιά σου θάναι. 205 Τι α θε σε πιάσει και σε δει μπροστά του αφτός ο σκύλος, ο σαρκοφάγος κι' άπιστος, σπλαχνιά δε θα σου δείξει, δε θα ντραπεί τα χρόνια σου.

Ήξερε νεράιδες που παίρνουν τη μιλιά του ανθρώπου, ήξερε δράκους και καλλικάντζαρους και μαγικά βοτάνια, που κάνανε κάθε λογής θαύματα. Και όλα αυτά τα είχε ιδεί με τα μάτια της και τάχε πιάσει με τα χέρια της. Και τι δεν είχε ιδεί!

Μα τάδε εκεί ο αφέντης τους ο Πολυδάμας πρώτος κι' έτρεξε ναν τα πιάσει έφτύς. Και τότες στον Αστύνο 455 τάδωκε, στου Πρωτιά το γιο, και τούπε και ξανάπε νάχει τα μάτια τέσσερα κι' αλάργα να μη στέκει· κι' ο ίδιος πάει τους μπροστινούς και ξανασμίγει πάλι.

Να κράξεις είπε στ' άρματα όλο τ' ασκέρι αμέσως, που τώρα την πλατύδρομη μπορείς να πάρεις Τροία, γιατί στον Έλυμπο οι θεοί δεν έχουν πια διο γνώμες, 30 τι με τα περικάλια της τους γύρισε μαζί της όλους η Ήρα, και καημοί προσμένουνε απ' το Δία τους Τρώες. Μον θυμήσου τα, και τήρα μη σε πιάσει αλησμονιά όταν σηκωθείς απ' το βαθύ τον ύπνο

Από το κλάψιμό της το πολύ, από το πολύ παράπονό της, από τα τόσα δάκρια της, την έχει πιάσει μια νευρική ταραχή, τινάζεται απάνου στο κάθισμά της ξαφνικά, κοιτάζει γύρο της ολοένα κι όλο μου λέει πως φοβάται, πως πολύ φοβάται, κάτι αόριστο φοβάται που τριγυρίζει το σπίτι. Φαντάσματα λέει, στοιχειά, ξωτικά, δεν ξέρω και γω τι λέει. . . Πιστεύω, πως είναι από τη λύπη της.

Κι ως χθες κανείς μας απ' τους δυο παράπονο δεν είχε· μα σήμερα ήρθε σπίτι μου η μάννα της Φιλίστας και της χορεύτρας Μελαξώς, την ώρα που φοράδες φέρνουν απ' τον ωκεανό στον ουρανό τρεχάτες τη ροδοχέρα την Αυγή· και κοντά στάλλα μούπε πως έχει πιάσει ο Δέλφις μου κάποια καινούργια αγάπη, μα ποια αγαπά, δεν ήθελε να μου το φανερώση, παρά μονάχα πως συχνά πίνει κρασί για κάποια και πως το πίνει ανέρωτο και πως στολίζει ακόμα την κάμαραν όπου μεθά μ' ευωδιαστά στεφάνια· κ' ύστερα φεύγει βιαστικός.

Η ανάγκη μ' έσπρωχνε κ' έγραφα, γέμιζα το ένα μετά το άλλο τα λευκά φύλλα και τα έβαζα στο σωρό του χειρογράφου, που μεγάλωνε μπροστά μου απάνω στο τραπέζι. Είτανε σα να μου ψιθύριζε στο αυτί κάποια αόρατη φωνή την προσταγή της και σα να χρωστούσα να υπακούσω στη φωνή αυτή, να την υπακούσω τυφλά. Με είχε πιάσει μια καταπληχτική βία, σα να είτανε ζήτημα ζωής και θανάτου.

Αν γράφτηκε εκεί κάτου να σκοτωθώ, ώρα μου καλή! Εφτύς το λάζο ας πιάσει 225 κι' ας με τελιώσει ο Αχιλιάς, σαν πάρω το παιδί μου στην αγκαλιά μου κι' ο πικρός χορτάσω μοιρολόγι

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν