Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 14 Ιουνίου 2025


ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Αφού μάλιστα πάρης κανένα ύπνο, αλλ' έως τότε φοβούμαι ότι δεν θα στέκης καλά. ΛΕΠΙΔΟΣ. Ναι, βέβαια· ήκουσα ότι αι Πυραμίδες των Πτολεμαίων είναι πολύ ωραία πράγματα· αναντιρρήτως το ήκουσα. Μίαν λέξιν, Πομπήιε. ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Ειπέ μου σιγά· τι τρέχει; Σήκω, σε παρακαλώ, στρατηγέ· άκουσε να σου 'πώ μίαν λέξιν. ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Περίμενε ολίγον. — Πίνω εις υγείαν του Λεπίδου.

Έρως! — περίμενέ με. Εκεί, όπου αι ψυχαί αναπαύονται επί των ανθέων, θα βαίνωμεν κρατούμενοι εκ της χειρός, και διά του φαιδρού ημών ύφους θα επισύρωμεν εφ' ημών τα βλέμματα των φασμάτων. Και η Διδώ και ο Αινείας θα μείνουν άνευ συνοδείας, και πάντες θα σπεύσωσι προς ημάς. Ελθέ, Έρως, Έρως! ΕΡΩΣ. Τι θέλει ο στρατηγός μου;

ΓΙΑΓΙΑ Πού το έλπιζα, παιδί μου, να σε ξαναϊδώ! ΣΤΑΥΡΟΣ Καθήστε γιαγιά μου. Μην κλαίτε. Δεν κάνει να κλαίη κανείς άμα είναι στα χρόνια σας. Σε περίμενε το σπίτι, ο δρόμος, η χώρα, όλα σε περίμεναν. ΣΤΑΥΡΟΣ Σας πιστεύω, σας πιστεύω . . Κι αφού με περιμένατε δεν είτανε δυνατό παρά να έρθω μια μέρα . . . Έμαθες, Σταύρο, το θάνατό της;

Αν αγαπάς όμως, περίμενε ολίγον, διότι μου φαίνεται ότι βλέπω κάτι τι μάλλον παραδεκτόν από αυτό διά τους οπαδούς του Ευθύφρονος. Διότι, καθώς νομίζω, αυτό μεν ίσως να το περιφρονήσουν και να το θεωρήσουν χονδροειδές. Πρόσεξε όμως το εξής, μήπως άραγε αρέσει και εις σε. Ερμογένης. Λέγε και μη σε μέλει. Σωκράτης.

Η εκκλησία με τις αρχαίες κολώνες της μυρτοστολισμένες, έδειχνε χαρά μεγάλη· φαινόταν να στην πόρτα πως περίμενε τον ερχομό του. Το καμπαναριό έχυνε κλαγγή ακατάπαυτη σα να τούλεγε ανυπόμονα έλα! — Γκλανγκλαν!... γκλανγκλαν!... γκλανγκλαν!... Η λιτανεία σκόρπισε αμέσως.

Έπρεπε να φτάσουν εκεί για να ροβολήσουν στις καλύβες τους. Ένα μεγάλο ολανθισμένο αγιόκλημα καθόταν εκεί, σα να περίμενε. Το είδε η γριά και της φάνηκε Χάρος· το είδε κ' η νια, χαμογέλασε. — Άφσε με, μαννίτσα ... είπε ανυπόμονα. — Ναι· σ' αφίνω ... εψιθύρισε η γριά πάσχοντας να κράτηση τ' αναφυλλητό.

Στη στροφή, όχι μακρυά από το ψηλό κιγκλίδωμα, είδε να υψώνεται στην ξαστεριά τ' ουρανού τον εύρωστο κορμό του μεγάλου πεύκου. «Ωραίε κύριε, περίμενέ με στο πρώτο δάσος που θ' απαντήσης. Θα γυρίσω σε λίγο. — Πού πάς; Τρελλέ, ζητάς κι' όλα το θάνατό σουΑλλά ο Τριστάνος, μ' ένα σίγουρο, πήδημα, είχε περάσει κι' όλα το κιγκλίδωμα. Πήγε κάτω από το μεγάλο πεύκο, κοντά στο μαρμαρένιο πλατύσκαλο.

ΚΡΕΟΥΣΑ! Τούτο θα ειπώ, τη συφορά να σου τη φανερώσω. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Και πως τον κράτησες κρυφό του Απόλλωνος το γάμο; ΚΡΕΟΥΣΑ Εγέννησα• περίμενε και θα τ' ακούσης, γέρο. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Πού, ποιός σε ξεγέννησε; εγέννησες μονάχη; ΚΡΕΟΥΣΑ Μονάχη, μέσα στη σπηληά που είχα γνωρίση εκείνον. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Που είνε το παιδί,—να ειπής και συ παιδί πως έχεις; ΚΡΕΟΥΣΑ Πέθανε, γέρο• στα θεριά μονάχο το είχ' αφήση.

Βέβαια. — Τότε περίμενε να έβγη έξω απ' εκεί. — Και πότε θα έβγη; — Όποτε θέλη. — Την πάθαμε, είπε μετά κωμικής χειρονομίας ο Τρέκλας. — Υπομονή. — Μα είσαι ψεύτης τέλος πάντων. Δεν το πίστευα να λες τέτοια ψέμματα. — Αφού ειμπορείς να του τα πης ο ίδιος του αφέντη μου... — Διατί δεν έχεις υπομονήν; — Έτσι; — Αλλά με βιάζεις να του πω εγώ αυτά οπού συνέβησαν; — Ποία;

Δεν μου λες, είπεν ο Δημώναξ, εάν καώ, υπέρ πατρίδος θα το πάθω; Τι φρονείς περί του κάτω κόσμου; τον ηρώτησέ τις. Περίμενε, απήντησε, και άμα πάω θα σου γράψω. Κάποιος Άδμητος, ασήμαντος ποιητής, έλεγεν ότι έγραψε μονόστιχον επίγραμμα, το οποίον άφηνε παραγγελίαν να χαραχθή επί της στήλης του τάφου του• ιδού δε και το επίγραμμα: Γαία λαβ' Αδμήτου έλυτρον, βη δ' εις θεόν αυτός .

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν