Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 29 Ιουνίου 2025


Τότε έπαψε ξαφνικά η κανονική αναπνοή της γυναίκας μου κ' αιστάνθηκα πετρωμένη την καρδιά μου. Νόμισα πως έρχεται τώρα ο θάνατος κ' έτρεξα έξω να ξυπνήσω τα παιδιά. Ήρθανε μέσα υπνωμένα ακόμα και σοβαρά και καθήσανε κοντά στο κρεβάτι. Και τη στιγμή αυτή θυμήθηκα εκείνο, που μου είχε πει κάποτε: — Όταν θα πεθαίνω, δε θέλω να είναι κοντά μου κανένας άλλος από σε και τα παιδιά. Είμαι δική σας μονάχα.

Έλα δω, μωρή χαμένη! είπε η γριά στη Μαριανθούλα με τρυφεράδα άρρητη. Μη φοβάσαι, κυρά μου, δεν πεθαίνω εγώ πριν έρθ' ο πατέρας σ', ή πριν παντρέψω εσένα! θα ζήσω ως τότε, κι' ύστερα ας παρουσιαστή ο άγγελος του Κυρίου. Πιστεύω να βρη δρόμο κι' ο πατέρας σ' και να μην πάω με την καρδιά καμένη!

Ενός σοφού δασκάλου η κυρά, που ήτο κι' από κόρη μαθημένη εις έρωτας και χάδια τρυφερά, τα ήθελε και τώρα 'παντρεμμένη . . . η καϋμένη! Και του δασκάλου 'ζάλιζε τ' αυτιά για τα παιχνίδια, τούλεγε, πεθαίνω . . . όμως αυτός, δεν ένοιωθε φωτιά, τα λεξικά τον είχαν κρυωμένο . . . τον καϋμένο!

Όσο για μένα δεν θα το δώσω σε κανένα, γιατί πεθαίνω. — Ω Παγγλώση, φώναξε ο Αγαθούλης, να μια παράξενη γενεαλογία! Δεν ήταν ο διάβολος ο πρώτος σπόρος της; — Καθόλου, απάντησε ο μέγας αυτός άνθρωπος.

«Ωραίε γλυκέ φίλε, λέει ο Τριστάνος, είμαι σε ξένον τόπο όπου δεν έχω μήτε φίλο μήτε συγγενή κανένα, εκτός από σε. Μόνον συ μούδωσες χαρά και παρηγοριά σ' αυτή τη χώρα. Πεθαίνω. Θα ήθελα να ξαναϊδώ την Ιζόλδη την Ξανθή. Μα πώς, με τι τέχνασμα να κάνω να μάθη τη θέσι μου; Α! αν είχα έναν απεσταλμένο, που νάθελε να πάη κει πέρα, αμέσως θαρχότανε η Ιζόλδη, τόσο πολύ μαγαπάει.

Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ Πρώτον, μπορείτε να τα γράψετε έτσι όπως τα είπατε: Ωραία μαρκησία, τα ωραία σας μάτια με κάνουν να πεθαίνω από έρωτα . Ή: από έρωτα με κάνουν να πεθαίνω, ωραία μαρκησία, τα ωραία σας μάτια. Ή: τα ωραία σας μάτια από έρωτα με κάνουν, ωραία μαρκησία, να πεθαίνω.

Τι κάθομαι όμως και σου λέγω, ενώ τα γνωρίζεις; Εγώ δεν σου έστειλα ένα αλλά πολλούς αγγελιοφόρους, από την ανυπομονησίαν μου. Βεβαίως θα ήκουσες την διχόνοιαν, η οποία εγεννήθη εις την οικογένειαν ένεκα της κόρης αυτού, και διά την οποίαν εγώ πεθαίνω τώρα.

Η Μαριανθούλα τότε πετάχτηκε από τον τοίχο, που στέκονταν, και ρίχτηκε στην αγκαλιά της βάβως της, κι' αφού την αγκάλιασε και τη φίλησε γλυκά, της είπε: — Μη βαβούλω μου, κλαις και μη λες τέτοια λόγια! Μη λες πως θα πεθάν'ς!... Εγώ δε θέλω να πεθάν'ς!.. Η γριά την έσφιξε στην αγκαλιά της και της είπε: — Καλά ψυχή μ'! Καλά χαδιάρα μ'! Δεν πεθαίνω. Σου είπα πότε θα πεθάνω.

Πάρε αυτό το δαχτυλίδι. Είναι ένα σύνθημα μεταξύ εμένα και κείνης. Όταν θα φθάσης στον τόπο της, κατάφερε να περάσης μέσα στην Αυλή, ως έμπορος. Παρουσίασε της μεταξωτά, κάνε ώστε να ιδή το δαχτυλίδι. Αμέσως εκείνη θα βρη τρόπο για να σου μιλήση κρυφά. Τότε πες της ότι η καρδιά μου τη χαιρετά. Ότι μονάχα αυτή μπορεί να μου κάνη καλό. Πες της ότι, αν δεν έρθη πεθαίνω.

Ω χείλη, εσείς, ω θύραις της πνοής, μ' ένα σεμνόν φιλί σας σφραγίσετε το πάκτωμα, που κάμνω με τον Χάρον! Έλα, πικρέ μου οδηγέ, τον δρόμον να μ' ανοίξης. Απελπισμένε ναύκληρε, ω! έλα να συντρίψης ‘ς τους βράχους το καράβι μου το θαλασσοδαρμένον! Καλώς σε ηύρα αγάπη μου! Πιστέ φαρμακοπώλη, το ιατρικόν σου δεν αργεί. — Μ' ένα φιλί ‘πεθαίνω.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν