Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Ιουνίου 2025
Νέα πατήματα βαριά και γοργοκίνητα τόρα ακούστηκαν πάλι πάνου στη σαπισμένη σκαλωσιά από της σκοπιάς το μέρος, και νέος χτύπος βαρύς του γκρα, που τον κατέβασε ο έβζωνας μπρος την πόρτα μας, έσεισαν όλη την ξεχαρβάλωτην ταράτσα απόξω. Η μορφή του Σκοπού εζωγραφήθηκε κι αφτή τόρα στην πόρτα μας μπροστά, ανάμεσα από το δίχτι του σιδερόπλεχτου φεγγίτη, κάτου από την ανεμισμένη φούντα του φεσιού του.
Εκεί όπου ίστατο συλλογισμένη, ακούει βήματα όπισθέν της, απ' το μέρος το αντίθετον προς εκείνο εξ ου αυτή ήλθε. Στρέφεται και βλέπει ένα άνθρωπον, ένα βοσκόν. Η Φραγκογιαννού τον ανεγνώρισεν. Ήτο ο καλούμενος Καμπαναχμάκης. Ήρχετο με πατήματα λοξά, ακολουθούμενος από τον σκύλον του, όστις εγρύλλισεν άμα είδε την γυναίκα. Αλλ' ο αφέντης του τον εμάλωσε. Είδε την Φραγκογιαννού κ' εστάθη.
Ελεύθερα, αχαλίνωτα Μέσα εις τα αμπέλια τρέχουν Τ' άλογα, και εις την ράχην του Το πνεύμα των ανέμων Κάθεται μόνον. Εις τον αιγιαλόν Από τα ουράνια σύγνεφα Αφόβως καταιβαίνουν Κραυγάζοντες οι γλάροι Και τα γεράκια. Βαθυά εις την άμμον βλέπω Χαραγμένα πατήματα Ζώντων παιδιών και ανθρώπων· Όμως πού είνε οι άνθρωποι, Πού τα παιδία;
Μερικοί κατάχαμα διπλοπόδι στρωμένοι, που τάκοβαν στην πασέτα, κι άλλοι γύρω, που εκαμάρωναν με ζήλιαν ολοφάνερη τον τζόγο, όταν αγρήκησαν τα βαριά πατήματα όξω, έκρυψαν με βία τα τραπουλόχαρτα, κ' εσκόρπησαν φοβισμένοι, άλλος εδώ κι άλλος εκεί μες το δωμάτιο. Δυο τρεις έτρεξαν στην πόρτα κ' εκόλλησαν τα μάτια τους περίεργα στο σιδερόφραχτο φεγγίτη.
Κι απόμειναν οι τρεις μονάχοι- Της φώναξε αχνά της Λιόλιας η Βεργινία και της είπε να πάρη τα κλειδιά, να βγάλη λάδι απ’ το ντουλάπι της κουζίνας και να ψήση τα ψαράκια πούχε φέρει ο Νίκος αποβραδύς, να βράση το γάλα και ταυγά,. . Τα γλήγορα κι αλαφρά πατήματά της απηχήσανε στα σανίδια της κάμαρης κ' έξω στις πλάκες της αυλής.
Αν έχης «Ελαφρά τα ποδάρια, «Και στήθος, ακολούθα με· «Τρίξε και συ μ' εμένα· «Μας φεύγει, η ώρα.» — Γνωρίζω την φωνήν σου. Οδήγει. — Οι βράχοι φεύγουσι Τώρα υπό τα πατήματα Συχνά, φεύγουν οπίσω Σπήλαια και δένδρα· Των ποταμών πλατέα Νερά, βαθέα λαγγάδια, Έρημα μονοπάτια, Δάση, βουνά, χωράφια, Φεύγουν οπίσω.
Και αφού επεριπάτησα εις αυτόν τριακόσια πατήματα, ευρέθηκα σιμά εις ένα λιβάδι σκεπασμένον από χιλίων λογιών λουλούδια, που ευωδίαζαν τον αέρα.
Εκείνη βεβαίως θα ήτον ικανή να κατέλθη ξυπόλητη εις το νερόν — διότι το πηγάδι, όπως συνήθως συμβαίνει, είχε πατήματα εις τους εσωτερικούς τοίχους, εσοχάς εντός του κτιρίου των λίθων, αν και ίσως πολύ επικινδύνους και ολισθηράς — και πιθανόν ήτο να κατώρθωνεν η Κρινιώ να σώση την μικράν κορασίδα. Τώρα όμως ήτο απελπισία και θάνατος!
Η καμπάνες ολοένα δε σταμάταγαν. Τα πλήθη όσο ψηλότερ' ανέβαιναν τόσο συμπυκνώνονταν, κι αγάλια αγάλια οι κορφινοί του χωριού δρόμοι ώμοιαζαν σκοταδερές ρεμματιές και λαγκάδια δασιά, τόσο μαυρολογούσαν. Κι ο θρος, οπ' ακούγονταν στα χαμηλώματα, στα καλτερίμια και στα χαλίκια από τα πατήματα των λιγοστών διαβατών, σιγά σιγά γένονταν τον ανήφορο σάλαγος, κι από σάλαγο πλιο ψηλά χλαλοή.
»Κ' εμείς θα πάμε με χαρά 'ς αυτόν τον καταρράχτη. Επάνωθέ μας θάσαι συ, και τα πατήματά μας Θα νάχουνε για στήριγμα τη φοβερή τη στάχτη Πώμεινε σπίθ' ακοίμητη βαθειά στα σωθικά μας. Δυνάμωσέ μας, Πλάστη μου! Για ν' ακουστή στη Δύση Πως δεν απονεκρώθηκε και πως θ' ανθοβολήση Τώρα με τα Μαγιάπριλα η δουλωμένη χώρα. Ευλογημέν' η ώρα!»
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν