Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025
Στάσου, Τυβάλτη· στάσου. Ω!... Ρωμαίε, έρχομαι! Αυτό το πίνω δι εσένα! Η αίθουσα του Καπουλέτου. ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Να, πάρε τούτα τα κλειδιά, μυρωδικά να φέρης. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Κάτω οι μάγειροι ζητούν χουρμάδες και κυδώνια. ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ, εισερχόμενος. Σαλεύετε, σαλεύετε, κ' επέρασεν η ώρα. Δυο φοραίς ο πετεινός εφώναξεν ως τώρα, και η καμπάνα σήμανε ταις τρεις.
Τόσον προσφιλή, τόσον οικείον δεν ηύρα εύκολα άλλον τόπον και εκεί διατάσσω και μου φέρουν από το ξενοδοχείον το τραπεζάκι μου και την καρέκλαν μου, πίνω τον καφέ μου εκεί και αναγινώσκω τον Όμηρόν μου. Όταν για πρώτη φοράς τυχαίως ένα απομεσήμερο ήλθα υπό τας φιλύρας, ηύρα τον τόπον ολότελα έρημον.
— Έχεις γάλα στο σπίτι; δώσε μου να πιω, διψώ φοβερά. — Έχω κάτι καλύτερο από γάλα! είπε το κορίτσι· και θα σου το δώσω. Χθες ήσαν εδώ ταξειδιώται με τους οδηγούς των, ελησμόνησαν μισή μποτίλια κρασί, τέτοιο, που δεν έχεις συ ακόμη γευθή· δεν θα το πάρουν 'πίσω, εγώ δεν πίνω, πιε συ! Και το κορίτσι έφερε το κρασί κοντά του, έχυσε μέσα σε μια ξυλίνη κούπα και την προσέφερε εις τον Ρούντυ.
Από την βρύσιν εκείνην, πράγματι, μόνον τα πετεινά τ' ουρανού ηδύναντο να πίνουν. Η Χαδούλα έκυψε κ' έπιε . . . — Αχ! καθώς πίνω απ' τη βρυσούλα σας, πουλάκια μου, είπε, δώστε μου και τη χάρι σας να πετάξω! . . . Κ' εγέλασε μονάχη της, απορούσα πού εύρε τον αστεϊσμόν αυτόν εις τοιαύτην ώραν. Αλλά τα πουλιά, όταν την είδαν, είχαν αγριεύσει, κ' επέταξαν έντρομα . . .
Πεντακόσια βήματα από του ναού, ο δρόμος εκατηφόριζε, και κατήρχετό τις εις ωραίαν κοιλάδα. Είς νερόμυλος ευρίσκετο επί της κλιτύος εκείνης, παρά την οδόν. Αλλά το χείλος του δεν είχε βραχή ακόμη, και αίφνης ενθυμήθη, ανένηψεν. —Εγώ έχω να λειτουργήσω, είπε, και πίνω νερό;... Και δεν έπιε. Τότε ήλθεν εις αίσθησιν. —Τι κάμνω εγώ, είπε, πού πάω;
Τώρα μπορώ να κάθωμαι εγώ στεφανωμένος να πίνω και να τραγουδώ; Το σφάλμα είναι δικό σου που δεν μου είπες τίποτα γι' αυτήν την δυστυχία. Και τώρα πού την θάψανε; Πού είναι να τους εύρω; ΘΕΡΑΠΩΝ Στον δρόμο που στην Λάρισα πηγαίνει κατ' ευθείαν έξω απ' τα προάστεια· εκεί θα ιδής τον τάφο όλον από άσπρο μάρμαρο, καλοπελεκημένον.
Κι' αν θέλης πάλι κάθεσαι και μου βοηθάς 'ς το θέρο Όσο να ισκιώσουν τα ριζά και να μας πιάκ' η νύχτα, Να πάμε 'ς την καλύβα μου να κοιμηθούμε αντάμα. — Εγώ είμαι κόρη του βουνού και τσέλιγγα κοπέλλα, Τον κάμπο εγώ δεν τον φτουρώ και χλιό νερό δεν πίνω, Δεν εχεράκωσα ποτέ δρεπάνι εγώ για θέρο, Δε ζάρω από χερόλαβα, να πήγω γάλα ζάρω, Ζάρω ν' αρμέω τα πρόβατα, να σαλαγάω τα γίδια.
Τα παιδιά με συνήθισαν εντελώς, παίρνουν ζάχαριν, όταν πίνω καφέ, και το βράδυ μοιράζονται με εμέ το βουτυρόψωμο και το ξυνόγαλο. Την Κυριακήν ποτέ δεν τους λείπει η πεντάρα· και όταν δεν ευρίσκωμαι εκεί μετά την εκκλησίαν, έχει προσταγήν η ξενοδόχος να την πληρώνη.
ΘΕΡΑΠΩΝ Εκείνη μόνο εχάθηκε; Όλοι είμαστε χαμένοι. ΗΡΑΚΛΗΣ Είδα εγώ τα μάτια σας γεμάτα δάκρυα, είδα πως τα μαλλιά σας είχατε κομμένα. Μα εκείνος με έπεισε πως πέθανε κάποιος απ' έξω ξένος. Διά της βίας με εκράτησε στο σπίτι το θλιμμένο, και άρχισα να πίνω εγώ, ενώ αυτός πενθούσε.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Πλησιάζομεν. — Ας κρούσωμεν τα ποτήρια. — Ε! Πίνω εις υγείαν του Καίσαρος. ΚΑΙΣΑΡ. Επεθύμουν να το αποφύγω. Μου είναι έργον επίπονον, διότι όσω περισσότερον πλύνω τον εγέφαλον, τόσω θολώτερος γίνεται. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Πρέπει να συμμορφώνεσαι με τας περιστάσεις. ΚΑΙΣΑΡ. Καλά λοιπόν, θα πίω κ' εγώ εις υγείαν σου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν