Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 21 Ιουνίου 2025
Είχα 'πη στην αρχή πως δε θα την εύρισκα, εκεί που έτρεξα, ζωντανή, — τόσο βαριά και τόσο άσχημα είχε πέσει η καϋμένη, — κ' είχε πανιάσει το πρόσωπό μου πλειότερο κι από το δικό της. Σα μ' αναμέρισαν εμένα, τραβήχτηκα σε μια τούφα κ' έκατσα ν' ανασάνω. Αυτή αγάλια αγάλια ήρθε στα συγκαλά της και τη σήκωσαν να κινήσουμε γιατ' είχε περάσ' η ώρα, είχε δόσει ο ήλιος.
Ο υπηρέτης κοιμήθηκε ντυμένος για να είναι έτοιμος την άλλη μέρα το πρωί, επειδή ο κύριός του τού είχε πη πως τα ταχυδρομικά άλογα θα είναι προς στο σπίτι πριν των έξ. Μετά τις ένδεκα. «Το παν είναι τόσο σιωπηλό γύρω μου, και η ψυχή μου τόσο ήσυχη! Σ' ευχαριστώ, Θεέ μου, που δίνεις σ' αυτές τις τελευταίες μου στιγμές τόση θερμότητα και δύναμη.
ΑΝΑΤ. Μάτε τώρα — σύκο ένα σου ποντάρι χτύπα άλλο σου ποντάρι, γένηκε χορός, πάει λέωντας. ΛΟΓ. Ουχί, αλλά νηφοκοκκόζωμον είρηκα. ΑΝΑ. Έι, ιστέ, νύφη κοκκόνα για; ένα ζουμί έχει παραπάνου. ΛΟΓ. Ουκ έγνωκες αγράμματε. ΑΝΑΤ. Εγώ γράμματα ντε ξέρω, αμμά, νύφη κοκκόνα καλή ντουλειά ντεν είναι — ετούτο καταλαβαίνω τι τα πη.
Πάνω σ' αυτή τη διήγησι, ο Αγαθούλης λιποθύμησε άλλη μια φορά. Μα όταν συνήλθε και είπε ό,τι έπρεπε να πη, ρώτησε για την αιτία και το αποτέλεσμα και για τον αποχρώντα λόγο, που κατάντησε τον Παγγλώση σε μια τόσο οιχτρή κατάστασι. — Αλλίμονο, είπεν ο άλλος.
Και ίνα καθησυχάση την παραπονουμένην δικαίως γυναίκα, προσέθηκε μειλιχίως, θέλουσα να μειδιάση τάχα μ' εκείνο το ξηρόν πρόσωπόν της: — Πού να θυμηθώ! Έχεις ένα σουρό βασιλόπηττες! — Τι θα πη ένα σουρό! έλεγεν η ξένη γυνή, φυσώσα επί του τελευταίου ταψίου, ως να ήτο τάχα αναμμένον και ήθελε να το σβύση.
ΦΛΕΡΗΣ — Φοβούμαι, φίλε μου, πως η παράκλησή σου... ΜΙΣΤΡΑΣ — Εκείνη θαρρώ πως είναι. ΦΛΕΡΗΣ — Δε θα ξέρη πως είσθε εδώ. ΜΙΣΤΡΑΣ — Α! δεσποινίς, ωραία! ωραία! Μόλις μας είδατε. Σας ευχαριστούμε. Τόση περιφρόνηση, πάει να πη. ΦΛΕΡΗΣ — Έλα, παιδί μου. Ως πότε θάσαι αγρίμι; Έλα να χαιρετίσης το γιατρό, τον κύριο Νίκο. ΝΙΚΟΣ — Μην ενοχλείτε τη δεσποινίδα, κύριε Φλέρη. Ίσως... ΦΛΕΡΗΣ — Αυστηρά.
— Που θα πη, εμείς δεν την έχομε, είπεν εκείνος με πείσμα και εστράφη να φύγη γρήγορα, χωρίς να περιμένη ν' ακούση την απόκρισι της Σμαραγδούλας, η οποία σαν να είχεν αρχίση να λυγίζεται. Στα ερωτικά δεν ήταν τεχνίτης ο Ζώης και άκουε περισσότερο το πείσμα του, κι' αυτό τον έφαγε.
Αφού δεν ήξερε γράμματα η φτωχή, πως θα το διάβαζε και σάλλον πώς να εμπιστευθή να της το διαβάση; Ως τόσο κάθησα κέγραψα ένα γράμμα. Σαυτό τη βεβαίωνα για την αγάπη μου και τη λύπη μου που δε την είδα να την αποχαιρετήσω όταν έφευγα. Αλλά και γιαυτό φοβόμουν μήπως πήγαινε κανείς να της πη ψέμματα πως έπαψα να την αγαπώ.
Τον κόσμο χαλάνε στην πίσω την ενοριά. Στεφ. Είμαι για ταξίδι και γω. Και γω για τη χώρα. Πάμε μαζί. Πόσα είνε ταγώγι σου; Κερ. Αφεντικό, παζάρια δεν κάνω. Το ξέρεις το ζω μου. Σαν κοκκώνα πηγαίνει. Παραπάτημα τι θα πη δεν το ξέρει. Είν' από σόγι κι αυτό. Ο κύρης του είταν ο μεγαλήτερος γάδαρος του χωριού. — Στάσου ανάθεμά σε, παλιοψοφήμι! — Παζάρια δεν κάνω, αφεντικό.
Είναι σα να είταν αναμεταξύ τους κανένας γκρεμνός· η μια στέκεται από τη μια μεριά, η άλλη από την άλλη. Μ’ αφτό τον τρόπο, η κοινή γλώσσα, η δημοτική, έμεινε ανεξάρτητη. Δεν έχει βιβλίο, σκολειό, παράδοση, που να τη βαστάξη, και μπορεί να τραβήξη ίσια το δρόμο της, χωρίς κανένας να της πη στάσου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν