Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Ιουνίου 2025
Ο παππά Συνέσιος, ως τόσο, αφού εγευμάτισε με τον φίλο του τον Σερέτη, του έδωκε και άλλες οδηγίες, της υστερινές, για τη δουλιά που εμελετούσαν και του εσύστησε αυστηρά να προσέξη, το δίχτυ που έπλεκαν να είναι και στερεό και τεχνικό, για να μην ήθελ' εύρη το ψάρι κανένα μέρος αδύνατο ή καμμιά τρύπα μεγαλείτερη και τους φύγη.
Τρεις μήνες αργώτερα, μια πρωινή, στον αυλόγυρο της Μονής, επαρουσιάσθη με το φτωχικό του κομπόδεμα, ο Άνθιμος, ο καλόγερος. — Καλό στο χελιδόνι που μας ήφερε πάλι την άνοιξη· τον εχαιρέτισε ο παππά Κύριλλος. — Αμήν! είπεν ο Άνθιμος.
« Μέσα 'ςτο σπήτ' ενός παππά » Το βράδ' είχα κονέψει, » Είχα παιδιά κλεφτόπουλα, » Τρακόσιους σταυροφόρους. » Όλους λεβέντες διαλεχτούς » Όλους ανδρειφόρους, » Παιδιά, 'π 'όλη τους τη ζωή »'Στή μάχ' είχαν 'ξοδέψει.»
— Την ώρα που λέει αυτόν τον λόγον ο παππάς, την ορμηνεύει να πη μέσα της τρεις φοραίς: «Αστοχιά στο λόγο σου, παππά μ', δάκω τη γλώσσα σου». Εγέλασαν όλοι και αυτή η Σπληνογιάνναινα. Ό Λάμπρος εγερθείς μετά την παρατήρησιν ταύτην, επλησίασεν ως την θύραν, όπου εστάθη επί τινα λεπτά, ως να εσκέπτετο αν έπρεπε ν' απέλθη. Αλλ' ουχ' ήττον επανήλθε πάλιν εις την θέσιν του και εκάθησεν.
Επειδή αι γυναίκες είχαν κολλήσει πολλά και χονδρά κηρία, τα πλείστα έργα αυτών των ιδίων χειρομάλλακτα, τα δε κηρία συμπλεκόμενα εις δέσμας και περιπλοκάδας από τον Παναγιώτην της Αντωνίνας, τον πρόθυμον εις την υπηρεσίαν της ιεράς πανηγύρεως, είχαν λαμπαδιάσει· εις μίαν στιγμήν ολίγον έλειψε να πάρη φωτιάν το φελόνι του παππά, είτα και το γένειόν του.
Στο μεθύσι του μέσα, του έδειξε τώρα ολοφάνερα, χωρίς στενοχώρια, όλες της ψυχής τούτης αηδέστατες κηλίδες . . Κάτω η προσωπίδα τώρα· ολοφάνερος, ολόγυμνος ο παππά Συνέσιος. Και ο καλόγερος, ο απλός, ο άδολος, ο απονήρεφτος εθύμωσε τώρα· εθύμωσε στα γερά, εκοκκίνησε, ο αθώος αυτός, για του χαμένου ανθρώπου, για του ανίερου παππά τη διαγωγή!
Ως τόσο ο παππά Κύριλλος ευρήκε τον Γιώργη τον μπακαλοκαφετζή, χοντρό και στιβαρό άνδρα, νέο ακόμα, στον αυλόγυρο του μαγαζιού του, να τραβά τον ναργιλέ του, ενώ η γυναίκα του ελατρευότανε μέσα.
— Όποιος θέλει τώρα, ας έρθη να σε παρ' απ' το χέρι μου. Ως τόσ' ο παππά Κρητικός εντύθηκε γρήγορα γρήγορα, έκαμε νόημα του Σερέτη να βαστά τον γαμπρό από πίσω, επλησίασε το τραπέζι που ήταν το βαγγέλιο, άναψε της λαμπάδες κ' έδωκε μια του παππά Συνέσιου και μια του Σερέτη και άρχησε το διάβασμα. Η νοικοκυρά εστεκότανε δίπλα στην κόρη της κ' εσταυροκοπιότανε αδιάκοπα.
— Κάθισε ολίγον έξω εκεί εις την πέτραν, παππά μου, να ιδώ πρώτα τι γίνεται μέσα ο άμοιρος αυτός. Ο ιερεύς υπήκουσε σιωπών. Έλαβε το δέμα εκ του κόλπου του, το έλυσε με τας χείρας τρεμούσας ολίγον, έθεσε το περιτραχήλιον με τα εν αυτώ επί της πέτρας, απέθεσεν εκεί και το καλυμμαύχιον του, και με γυμνήν την κεφαλήν, τας χείρας σταυρωμένας επί του στήθους, επερίμενεν όρθιος τον γέροντα.
Εν τούτοις ο παππά Νάρκισσος εγερθείς εισήλθεν εις τον κοιτώνα, έφερεν εκείθεν το προσκέφαλόν του, το έθεσεν επί του καναπέ, έκλεισε και το άνω φύλλον της θύρας διά να γείνη το δωμάτιον σκοτεινόν και δροσερόν, και εξηπλώθη εις τον καναπέν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν