Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 8 Ιουνίου 2025
Καρδιοχτύπι φοβερό είχε πιάση όλο το Μικρό Χωριό, εξόν της νυφοκόρης, της Κώσταινας, που περίμενε μ' ανυπομονησιά να χτυπήση το σήμαντρο της εκκλησιάς και να πάη το ίσκιωμα μαζύ με το μουλάρι του και με το κυπρί του στ' άφαντα και στα κατακλείδια της γης, όπου έχει το κατοικειό του, αλλά ο σήμαντρος δεν ακούονταν...
Έρχεται λοιπό με στόλο ο Πατρίκιος ο Λιβέριος, και με σκοπό μάλιστα να πάη πιο μακριά από τις επαρχίες που αναφέραμε. Άξαφνα όμως μονοιάζουν οι ΒισιΓότθοι, πέφτουν καταπάνω των Βυζαντινών και τους αναγκάζουνε να τραβηχτούν από τα πιώτερα μέρη. Μόλις σε μερικές Ισπανικές πολιτείες βαστάχτηκαν καμιά εβδομηνταριά χρόνια, ως τα 623.
— Θάθελα να ιδώ ένα τόσο σπάνιο ον, είπε ο Μαρτίνος. Ο Αγαθούλης αμέσως έστειλε να ζητήση την άδεια από τον εξοχώτατο Ποκοκουράντη να πάη την επομένη να τον επισκεφθή. &Επίσκεψη στου Άρχοντα Ποκοκουράντη Βενετσάνου άρχοντα.& Ο Αγαθούλης κι' ο Μαρτίνος πήγανε με γόνδολα στη Μπρέντα και φτάσανε στο παλάτι του άρχοντα Ποκοκουράντη.
Τέλος, ενώ οι δυο βασιλιάδες έκαναν δοξολογίες, καθένας στο στρατόπεδό του αποφάσισε να πάη σ' άλλον τόπο να φιλοσοφή για τις αιτίες και τ' αποτελέσματα. Πέρασε πάνω από τους σωρούς των σκοτωμένων και κείνων που ξεψυχούσαν κ' έφτασε πρώτα σ' ένα γειτονικό χωριό. Ολόκληρο ήτανε στάχτη. Ήταν ένα χωρίο αβαρικό, που οι Βούλγαροι τόχαν κάψει, σύμφωνα με τους νομούς του δημοσίου δικαίου.
Ξύπνησαν όλοι, όσοι είταν χριστιανοί, ξύπνησε κι' ο Γιάννης, σα χριστιανός που είταν κι' αυτός, και πάη μαζί με τους πολλούς, σε μια από τες πολλές εκκλησιές της πολιτείας. Παρεκύτταξε όλους τους ανθρώπους, που είταν σ' αυτήν την εκκλησιά, αλλά δεν του ώμοιαζε κανένας για τον αδερφό του, το Φώτο. Απέκει πάη σ' άλλην εκκλησιά, αλλά κ' εκεί τίποτε.
Τι; δεν μπορείς να σκαλώσης μια τέτοια ελίτσα; και τι θα πης α σου σκαρφαλώσω εγώ αυτό τον πλάτανο; Μια και δυο, και στην κορφή του με βρίσκεις. . . Αργήσαμε, καημένε, και θα λέη η μάννα, τι πάθαμε. Στάσου, βάλτο μες στο καλάθι, σκέπασ' το καλά μην πετάξη . . . Ίσια σπίτι τώρα, ειδεμή την πάθαμε, θα πάη σκολειό να ρωτάη τι γενήκαμε .... κι ο καινούριος ο δάσκαλος δε χωρατεύει.
Ο βασιλιάς φίλησε τρυφερά τους δυο τυχοδιώχτες. Ήταν έξοχο θέαμα η αναχώρησή τους και ο μεγαλοπρεπής τρόπος με τον οποίον υψωθήκανε αυτοί και τα πρόβατά τους πάνου από τα βουνά. Οι φυσικοί τους αποχαιρετίσανε, αφού τους φέρανε σε μέρος ασφαλισμένο κι' ο Αγαθούλης δεν είχε πια άλλη επιθυμία κι' άλλη σκέψι από το να πάη να προσφέρη τα πρόβατά του στη δεσποινίδα Κυνεγόνδη.
Είκοσι μέρες χρειάζονταν τότε για να πάη κανείς από τα Γιάννινα στην Πόλη, αν δεν τύχαινε στο δρόμο κανένα εμπόδιο. Είχαν περάση δέκα μέρες δρόμο, πέρασαν την Θεσσαλονίκη, χωρίς να τους τρέξη κανένα κακό. Είταν όλοι αγαπημένοι, όλοι μια χαρά και περνούσαν τον δρόμο τους τραγουδώντας και κουβεντιάζοντας σαν αδέρφια. Εκείνη την ημέρα μπήκε ο διάβολος στη μέση.
Από την κεριακή αξούριστος, αγουροπρησμένα τα μάτια του με την ξαγρυπνιά, σα νυχτοκλέφτης φαινότανε. Περνάει απόδιπλ' από του Μιχάλη, ανταμώνει ένα του άνθρωπο παραόξω που μάζευε καψόξυλα για τη φωτιά της Μιχάλαινας, και τονε στέλνει να πάη να φωνάξη τον αδερφό του. — Μα, αφέντη, κάνει ο δουλευτής, λογιάζοντας ολόγυρα στον αέρα και θέλοντας να πη πως δεν καλοξημέρωσ' ακόμα.
Εβουλήθηκε να πάη πουθενά; ο οδηγός του έρχεται και τον ξυπνάει. Έτσι τόρα και τον κασιδιάρη ανάγκαζε να πηγαίνη αναζητώντας πράγμα που δε έχασε ποτέ. Τέλος είδε στον βράχο μια μεγάλη σπηλιά. Βλέπει τη σπηλιά, μπαίνει μέσα. Μπαίνει μέσα, τι να ιδή; Τοίχους γδυμνούς περίγυρα. Πάει βαθειά· σκοτάδι, πίσα. Αυτιάζεται καλά· ακούει στο σκοτάδι τικ — τακ, τικ — τακ σιγαλό σαν ν' αργοστάλαζε νερό.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν