Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 8 Ιουνίου 2025
Μόνον διελογίζετο πάντοτε και ενίοτε οι διαλογισμοί της εξεστομίζοντο θρηνωδώς: — Ακούς να πάη με τον αναποδιασμένον! Δεν είνε παράξενο επάνω εις το γενάτι του να την έσπασε την παληοσακολέβα του.
«Αλάθευτα ο Τηλέμαχος μας ετοιμάζει φόνον, 325 είτε θα φέρη βοηθούς απ' την αμμώδη Πύλο, είτε απ' την Σπάρτην, επειδή και ορμή δείχνει μεγάλη• μην ίσως και 'ς την Έφυρα, το καρποφόρο χώμα, θα πάη, κείθε θανάσιμα να φέρη εδώ βοτάνια, κ' εις τον κρατήρα ρίξη τα και όλους μας θανατώση». 330
Στείλε τον Παπαντρία Να πάη στου Μουσταφάμπεη με τον Κομνά τον Τράκα.
Ο παπάς τέτοιο πράμα, όξω αποδώ, δεν έχει, ο Θεός να μας φυλάη. Τι να του κάνη το ταξίδι, έτσι πως βρίσκεται; Να πάη να κρυώση νάχωμε τα χειρότερα; Ο γιατρός επέμεινε. — Άλλη σωτηρία δεν έχει. Να πάη να ταξιδέψη· ένα μήνα, δυο μήνες, να βγάλη τις θέρμες αποπάνω του. — Κ' εγώ το καταλαβαίνω, είπε ο παπάς. Η θάλασσα θα με σώση. Εικοσιπέντε χρόνια στη θάλασσα, κεφάλι δεν είπα ποτέ μου.
Σε μια δυο μέρες θα πάη ο ξάδερφός σου ο Βασίλης του παπά για να κυνηγήση. Τούπα να πάτε μαζή και τάκουσε με πολλή του χαρά. Θα σου βρη, λέει, κέναν τσιφτέ να σε μάθη να κυνηγάς. Κιο Βασίλης, ως θάκουσες, έχει γενεί καλός κυνηγός. Ποτέ δε γυρίζει χωρίς λαγό. Η ιδέα της μητέρας μου μενθουσίασε. Το τουφέκι και το κυνήγι ήσαν από τους μεγάλους μου πόθους. — Θες να πας; με ρώτησε η μητέρα μου.
Σε καλό σόι τον έρριξε ο κύρης του. Για την Πηγή ελέγανε πως ήτονε καλόγνωμη, μα — ο Θεός να με συχωρέση — δεν μπορούσε παρά να μοιάζη λιγάκι με τον πατέρα και τον αδελφόν της. Από τούτο το κηπούλι είν' και τούτο το μαρούλι. Δεν έκαμε φρόνιμα ο Σαϊτονικολής να πάη να ρίξη το παιδί του σε μια τέτοια χοιρογενιά.
Και προτήτερα από τα γνεψίματα κι από το γέλοιο το κατάλαβε· μα τότες, αφού από το πρωί επροφασίστηκε στο Χρώμη, ότι θα πάη σε μια γειτόνισσά της ετοιμόγεννη, τους παρακολούθησε κι αφού εκρύφτηκε σε κάποια χαμόκλαδα για να μη φαίνεται άκουσεν όλα όσα είπαν, είδεν όλα όσα εκάμανε· μήτε της ξέφυγε ότι έκλαψε ο Δάφνης.
Πήρε στα χέρια του ένα τσικούρι κ' ένα κομμάτι σκοινί, στάθηκε μια στιγμή να δη τη Βασίλισσά του, την αγκάλιασε, και κείνη, με καρδιά που έτρεμε σαν το μισοζώντανο το ψάρι, σήκωσε το μαραμένο της χέρι, και του είπε να πάη στο καλό. Το είχαν απόφαση κ' οι δυο τους να κάμουν το θέλημα του Θεού.
Ή μου είπε την εσπέραν: θα έλθετε βέβαια αύριο: — Ποιος μπορούσε να μην πάη; Ή μου δίδει μίαν παραγγελίαν και ευρίσκω πρέπον να της φέρω μόνος μου την απάντησιν; ή η ημέρα είναι πολύ ωραία, πηγαίνω εις το Βαλάιμ, και όταν πλέον είμαι εκεί, μισή μόνον ώρα είναι έως σ' αυτής! — Είμαι πάρα πολύ πλησίον εις την ατμοσφαίραν της. — Έν βήμα και είμαι εκεί.
Έτσι λοιπόν θα κάνουμε κ' εμείς καλό στη χώρα απ' αύριο, η τόλμη μας αν πάη κατ' ευχή, και πάρουμε στα χέρια μας του τόπου την αρχή• γιατί, καθώς τον φτιάνουμε αυτόν τον τόπο πειά, ούτε πανιά τον παν εμπρός, μα ούτε και κουπιά! Η’ ΓΥΝΗ Μα το γυναικοπάζαρο πώς θα μπορέση πάλι και ρήτορες να βγάλη! ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Και στης γυναίκες ρήτορες μπορεί κανείς να βρίσκη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν