Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025
Πέθανε ο πατέρας και πάη, και το παιδί άρχισε να σκέφτεται τι θ' απογένη: Να παντρεφτή ή να καλογερευτή; Προτίμησε να παντρευτή όσο μικρός κι' αν είταν κι' έτσι έκανε την πρώτη συμβουλή του πατρός του.
Πήρα τα βουνά σαν τρελλός. Σημάδια στενοχώριας τώρα στην όψη της Φωτεινής, και πρι να πάη ομπρός ο Προεστός καμώθηκε πως κάτι ήθελε να φροντίση, και σηκώθηκε και βγήκε από την κάμαρα. — Καλά έκαμε και βγήκε, κάνει τότες ο Προεστός. Δεν της έρχεται να τακούγη, δε μούρχεται και μένα να τα δηγούμαι μπροστά της. Την πήρανε σκλάβα με τον Κωστάκη στο Διβάκι.
Φανταστήτε τώρα αν είναι τόντις δυνατό μια γλώσσα να πάη πίσω. Έτσι δεν ξολοθρέβουνται οι γλώσσες. Κάποτες θαρρούμε που ο λαός λίγο λίγο θα φωτιστή από τα βιβλία μας και που με τα χρόνια θα συνηθίση και τη γλώσσα μας. Με φαίνεται όμως που για να τη συνηθίση, θάπρεπε τουλάχιστο να την καταλάβαινε — και δεν την καταλαβαίνει. Το πολύ πολύ αρπάζει μια λέξη από δω κι από κει.
ΒΛΕΠΥΡΟΣ Κι' αυτές, σαν κυβερνήτες, θα κάνουν τα καθήκοντα που κάνουν οι πολίτες; ΧΡΕΜΗΣ Όλα τελειωμένα. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Και πώς; στο δικαστήριο θα πάη αυτή για μένα; ΒΛΕΠΥΡΟΣ Δεν θα σηκώνωμαι πρωί ν' αναστενάζω; ΧΡΕΜΗΣ Ούτε• μονάχα η γυναίκα σου γι' αυτό υποχρεούται• και άλλο δεν θα κάνης, παρά μεσ' στο σπιτάκι σου θα κάθεσαι να κλάνης.
Κι' ύστερα από λίγο, άρχισε το τραγούδι του Ξενιτεμένου, που βουλιέται να γυρίση στην πατρίδα του. «Τώρα είν' ο Μάης κι' η άνοιξη, τώρα 'ντό καλοκαίρι, «Τώρα κι' ο Ξένος βούλεται στον τόπο του να πάη... «Νύχτα σελώνει τ' άλογο, νύχτα το καλλιγόνει «Βάνει τα πέταλα χρυσά και τα καρφι’ ασημένια.. »
Και τους θεούς παρακαλώ να μη αναδώση βλαστόν η γη σ’ εκείνονε που δεν θα κάμη, όσα προστάζω° δέομαι στους θεούς ακόμη παιδί να μη του γεννηθή από τη γυναίκα μιά συμφορά χειρότερη απ’ αυτήν να λάχη. Κατάρα και στους ένοχους είτε πολλοί ’ναι είτ’ ένας° κακοθάνατος κακά να πάη.
Αυτή είναι η εικόνα κ' η μαμά την είχε πάρει μαζί μ' άλλες εικόνες και φωτογραφίες και στόλισε την καινούρια καλοκαιρινή κατοικιά μας. Σε μια φωτογραφία της εικόνας αυτής κάρφωσε το βλέμμα ο Σβεν και ρώτησε τη μαμά: — Τι είναι αυτό; Κ' η μαμά του διηγήθηκε το παραμύθι του σκληρού θανάτου, που έρχεται και παίρνει εκείνον, που είναι νέος, κι αφίνει τη γερόντισσα, που παρακαλεί να πάη κοντά του.
Καλή 'ναι η ιδέα σου! Τώρα πούμαι κ’ εγώ εδώ να πάη κι ο Κυρ Νίκος να πάρη λιγουλάκι αέρα.
Κ' η στερνή του, λέει, η βίζιτα είταν παράδεισος μέσα σε κείνο το «μπουντουάρ». Εχτές, λέει, είχε άλλο κυνήγι και δεν μπορούσε να πάη, και του ήρθε ένα γράμμα — όλο φωτιά και θυμός. Κ' είναι έτοιμος, λέει, και να το δείξη το γράμμα του πλαγινού του, αν δεν το πιστεύη.
Έφυγε καμμιά φορά να πάη να ιδή τους γονιούς του· μα σαν ξαναγύρισε την άλλη την ημέρα, του κλείσανε την πόρτα. Άλλα περίμενε κι' άλλα βρήκε. Τακούς; — Κ' η παπαδοπούλα μαθές τον απαρνήθηκε; ρώτησε Γιάννης ο Μελαχροινός ξερά-ξερά. — Πρώτα αυτή. Παράξενο σου φαίνεται; Γαμπρό δεν ήθελε μαθές πραμματευτή, ούτε βοσκό στο λόγγο να γυρίζη, να τον τρώη η ψείρα και η κόνιδα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν