Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025


Θα πης, γιατί δεν πήγε, κι ας είταν και φαμελίτης; Ίσια ίσια γιατί δεν πήγες μήτε του λόγου σου μήτε γω, κι ας μην είχαμε και παιδιά. Ο Ρωμιός πρέπει να είναι του σκοινιού και του παλουκιού, νάχη σκοτωμένο τουλάχιστο ένα γονιό του, για ν' αποφασίση να πάη στον πόλεμο.

Γράψε μου ένα γράμμα! Ο Σάπερλι δεν 'ξέρει να γράφη! Ο Σάπερλι μπορεί να πάη το γράμμα 'στο ταχυδρομείον! — Γράμμα εκ μέρους σου, είπεν ο Ρούντυ· «και προς ποίον;» — Προς τον κύριον Χριστόν! — Προς ποίον, λέγεις; Και ο βλάκας, όπως έλεγαν τον ηλίθιον, εκύτταζε με συγκινητικόν βλέμμα τον Ρούντυ, συνέδεσε τα χέρια του και είπεν επισήμως και ευλαβώς: «Ιησούν Χριστόν!

Να πάη στη στεφάνωση της εγγονής του στάθηκε αδύνατο· την έβλεπε όμως τη χαρά ομπροστά του πάλι σπαρταριστή, τότες που μεταγύριζε η καταστόλιστη νύφη με τον καλό της, με τα κορίτσια που τη συνοδεύανε, με το συγγενολόγι που ακλουθούσε. Λόγιαζε ο δύστυχος κι από την άλλη το Χάρο κι ολοένα ζύγωνε, ολοένα μαύριζε δίπλα του. Είταν η στερνή του χαρά.

Μόλις ο Λάμπρος ο Βατούλας και δύο ή τρεις άλλοι συμβοηθοί του κατώρθουν να σύρωσι δέκα ή δώδεκα εκλογείς προς το καφενείον, και μετ' ολίγα λεπτά οι προσήλωτοι αντί να αυξήσωσιν ωλιγόστευαν, διότι ο είς επροφασίζετο ότι «θέλει να πάη ως το σπίτι για δουλειά, ως ότου να πης κρεμμύδι έφθασε», ο άλλος εξεκλέπτετο χωρίς να είπη τίποτε κ' έφευγεν από την άλλην πόρταν, διότι το καφενείον είχε δύο θύρας, την μίαν προς την αγοράν, την άλλην προς την συνοικίαν.

Δοξασμένος νάσαι που μ' άφηκες να ζήσω αρκετά ώστε να μπορέσω να βοηθήσω τούτους εδώΤους συμβούλεψε γνωστικά, έπειτα πήρε μελάνι και χαρτί κ' έγραψε μια επιστολή όπου ο Τριστάνος επρότεινε συμβιβασμό στο Βασιληά. Όταν έγραψε όλα όσα είπε ο Τριστάνος την εσφράγισε από κάτω με το δαχτυλίδι του. — Ποιος θα πάη αυτή την επιστολή; ρώτησε ο ερημίτης. — Θα την πάω μοναχός μου.

Πίσω από τους κεντητούς μπερντέδες της σκηνής του κάθεται ο Αχιλλεύς, ντυμένος μυρωμένη φορεσιά, ενώ ο γκαρδιακός του φίλος με τη στολή του τη χρυσωμένη κι ασημωμένη ετοιμάζεται να πάη στη μάχη.

Ωμιλούσε διά τα ρούχα της, διά τα έπιπλά της, τα οποία είχεν ακουμβημένα προσωρινώς εις ένα σπήτι, και θα πάη να τα πάρη, και πού να τα βάλη, και πού να τα κουβαλά... και θα φύγη αύριον διά ταξίδι... Τα ίδια επεβεβαίωνε και ο «εξάδελφος» της ο Βαγγέλης.

Μα όταν ήθελε να πάη μακρήτερα, τότε παρακαλούσε να τον πάρουνε στα χέρια. Κ' επειδή δεν μπορούσε κανείς ναρνηθή τίποτε του Σβεν, βρισκότανε πάντα κάποιος που τον έπαιρνε στα χέρια ή στον ώμο. Και τότε κοίταζε με καμάρι γύρω του και χαμογελούσε με τη συναίστηση της δύναμής του και της ευδαιμονίας πως τον αγαπούσαν όλοι.

Ο Ριόλ έδωσε υπόσχεσι να πάη στη φυλακή του Δουκός Χοέλ, να του ορκισθή πάλι πίστι και τιμή, να ξαναφτιάση τα πυρπολημένα χωριά και της πολιτείες. Στη διαταγή του, η μάχη έπαψε, κι' απεμακρύνθη ο στρατός του. Όταν οι νικητές γύρισαν στο Κάρχαιξ, ο Καερδέν είπε στον πατέρα του: «Μεγαλειότατε, καλέστε τον Τριστάνο και κρατήστε τον.

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Α! έτσι όπως συ το λες, Θεός να με φυλάξη!. . . ποτέ δεν τώχω πράξη!. . . ΒΛΕΠΥΡΟΣ Λοιπόν πώς το σκασες πρωί, και πού μου είχες πάη μαζύ με το μανδύα μου; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Εγώ;. . . κοιλοπονάει μια φίλη και συντρόφισσα κ' επήγα εκεί για λίγο. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Και πώς δεν ρώτησες εμέ, και να μου πης «θα φύγω»; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Μπα, σε καλό σου, άνδρα μου!

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν