United States or Tanzania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όσο για παραμόνεμα, δική μου αράδα, ξαναείπε βλέποντας τους χωριανούς ανοικονόμητους. Δική μου αράδα, και πάγω κιόλας, πρι να το μυριστούν οι γυναίκες. Τους κέρασε, και τράβηξε όξω. Τόβαλε στο νου του κάποιο να ρίξη κάτω, μα ας είνε όποιος είνε, ίσως και βρουν ησυχία. Ο φταιξάρης να βρεθή; δύσκολο πράμα.

Ο μπαμπάς το πήρε κι αυτός πολύ σοβαρά κι απάντησε: — Σου υπόσχομαι, θα γράψω και για σένα ένα βιβλίο. — &Μόνο& για το Νέννε, ξαναείπε ο μικρός δίνοντας να εννοηθή καθαρά πως αυτό είταν το σπουδαιότερο. — Μόνο για το Νέννε, απάντησε σοβαρά ο μπαμπάς. Ο μικρός έφυγε. Έτρεξε κ' έφερε το νέο ως την κουζίνα κ' έμεινε ικανοποιημένος τέλεια τη στιγμή αυτή. Ο μικρός δεν έπαψε να το θυμίζη.

Ο Γιάννης ο Μελαχροινός έβαλε το λόγο του: — Έτσι είνε οι γυναίκες, είπε. Εκείνους που χαθήκανε δεν τους λογαριάζουνε. Τα καλά που τους φέρανε αναθυμώνται μονάχα. — Ας είνε, ξαναείπε ο Μιχαληός. Αυτός το είχε πάρει απόφαση μωρέ μάτια μου. «Και τι θα κάνης μαθές εδώ στον τόπο μαςτου ξαναλέει η παπαδιά. «Ξέρω γω τι θα κάνω!

— .... Μ' έκανε να μου φαίνεται φαρμάκι η γλυκύτατη Πατρίδα, να μου φαίνεται ερημιά! Μέρα με την ημέρα όμως συνήθισα με την ιδέα του θανάτου σ'... — Άλας και ακάρφη στη γλωσσά τ'ς.... Ξανάειπε η Μήτραινα.

Μη σε στενοχωρεί που μώδωκες την καβάλα σου; Μου ξανάειπε, Εγώ δε μπόρεσα να κρατήσω έν' αλαφρό αναστέναγμα που γεννήθηκε μέσα μου από κάθε άλλο αίσθημα παρά από τη στενοχώρια, πώβαζε αυτή με το νου της. Όμως για να μη την αφήκω να μένη στη βλαβερή ιδέα της, της μίλησα χαμογελώντας πάλι: — Τώρα σ' έκαμα να μου μιλάς, δεν έχω ανάγκη να ξαναξεφουρνίσω ζωηρά λόγια, δεν το κατάλαβες;

Εδώ στο βυζί με χτύπησε! ξαναείπε ο Γιώργης κρατώντας πάντα την απαλάμη του στην πληγή του. Σήκωσε τα μάτια του κατά τον Μήτσο γυρεύοντας θάρρος. — Δεν έχεις τίποτα! Δεξιά είνε! είπ' εκείνος. Μέσ' στη σάστισί τους κανένας δεν τον ρώτησε ποιος τονέ χτύπησε, ούτε ο ίδιος είπε τίποτε. Καθώς τον ανασηκώνανε, ο Βαγγέλης τον ρώτησε: — Τον είδες; Τον πήρε το μάτι σου; Ποιος σε βάρεσε, ρε Γιώργη;

Λόγο θα δώσης; Δεν τον ήθελες, τελείωσε... — Όχι, έχω να σου πω, ξαναείπε ο Γιώργης, για να καταλάβετε τι ανθρώποι είνε στον κόσμο. «Άκου, Σταύρο, του λέω λοιπόν, πόσο σε θέλομε στο σπίτι μας το ξέρεις. Κανένα παράπονο δεν έχω μαθές. Μα ο κόσμος είνε κακός.

Κάτσε το λοιπόν! ξαναείπε. Μας αφήκανε μοναχούς. «Λόγο δεν του παίρνει κανένας, μου είχε πει στην πόρτα ο αστυνόμος. Έφταιξε, λέει, και ας τον παιδέψη ο Νόμος. Τίποτ' άλλο. Σα θέλης κάτσε και μοναχός σου να τονέ ρωτήσης». Ο αστυνόμος είχε την ιδέα πως τρελλάθηκε. Αλλοιώς δεν εξηγιέται το πράμμα. Σαν κάθησα σιμά του γύρισα και τον κύτταξα από πάνω ως κάτω.

Είχαν αδειάσει σιγαλά και το δεύτερο ποτήρι, κάποια καλωσύνη πλημμυρούσε τις ψυχές τους και είχαν διάθεσι νανοίξουν τις πόρτες του Παραδείσου και να βάλουν όλο τον κόσμο μέσα. — Ο Θεός είνε μεγάλος, είπαν κ' οι δύο μ' ένα στόμα. — Δεν πίνεις και κανένα κρασάσι, ευλογημένε, ξαναείπε δυνατά ο Παπα-Παρθένης. Στέγνωσε το λαρύγγι μας. Και «οίνος ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου», είπε ο Προφητάναξ.

Μακάρι να μην ήμουνα· ξανάειπε ο Μπαλαούρας επιμένοντας στο στοχασμό του. Α στο διάβολο τέτοια ζωή· πότε να κλείση κανείς τα μάτια του για να ησυχάση! — Μην τον λες τέτοιο λόγο, συμπέθερε, και κολάζεσαι. Τι μας φταί' η ζωή να την αναθεματάμε. Καλήκακή εμείς την κάνουμε τέτοια· μοναχή της δε γίνεται. — Εμείς; και τι έχουμε να κάνουμε μεις!