United States or Belize ? Vote for the TOP Country of the Week !


«Περινίς, ωραίε γλυκειέ φίλε, είπεν ο Τριστάνος, γύρισε γρήγορα στην κυρία σου. Πέσ' της ότι της στέλνω αγάπη και χαιρετισμό, ότι πάντοτε της έμεινα πιστός, ότι μου είναι η πειο αγαπητή απ' όλες της γυναίκες. Πέσ' της να σε ξαναστείλη να μου φέρης τη συγγνώμη της. Θα περιμένω δω να γυρίσης». Ο Περινίς γύρισε λοιπόν στη Βασίλισσα και της ξαναείπε ό,τι είδε κι' άκουσε. Κείνη όμως δεν τον επίστεψε.

Ξαναείπε τα λόγια μου όλως διόλου χωρίς τόνο, αν και τα είχε ακούσει πολλές φορές προτήτερα, τα ξαναείπε σα να κλείνανε κάτι ακατανόητο και φώναξε άξαφνα: — Τότε έχεις αλλάξει. — Δεν το πιστεύω. — Ναι, έχεις αλλάξει. Αλλιώς πως είτανε δυνατό να πιστεύω πως η ζωή τελειώνει με το θάνατο; Εσύ μου το έμαθες. Γιατί τώρα δε θέλεις να πιστεύης ό,τι πιστεύω και γω;

Και πάλι θα σας το ειπώ και πάλι και πάντοτε, είπε ο Περαχώρας: είσθε ευτυχής ότι εγεννήθητε σ' αυτό τον τόπο, ότι έχετε τοιούτους προγόνους. — Ότι μιλείτε την μελίρρυτον γλώσσαν εκείνων επρόσθεσε ο Γκενεβέζος. — Και είσθε θεματοφύλακες των λαμπρών στοχασμών των ξανάειπε ο Περαχώρας. — Παρακαλώ να μη μας λησμονήτε· είπε με ταπεινοσύνη ο Αριστόδημος. — Να σας λησμονήσωμεν! εφώναξε ο Περαχώρας.

Αυτά λοιπόν, παιδί μου... ξαναείπε ο αστυνόμος στην ψυχοπαίδα, που την είχανε πάρει τώρα τα κλάματα και σκούπιζε τα μάτια της με την ποδιά της. — Αυτά, κυρ-αστυνόμε! Κακός άνθρωπος δεν μπορώ να το πω πως ήτανε ο αφέντης. Θα με κολάση ο Θεός! Κι' απ' τον καιρό που ταξίδευε, όλα τα καλά του κόσμου τάφερνε στην ψυχομάννα μου. Και στολίδια και διαμαντικά και τζοβαΐρια!

— Ο μπαμπάς να γράψη ένα βιβλίο μόνο για το Νέννε, ξαναείπε το μικρό αδερφάκι δυνατότερα τώρα. Τότε εννόησε ο μπαμπάς. Ο μικρός είχε θυμώσει γιατί δεν τον ανάφερε το βιβλίο κι αυτόν. Όσο μικρός κι αν είταν, ήθελε δικαιοσύνη.

Κάθισε, και πίνοντας τον καφέ του, του αποξήγησε τη δουλειά, ο Πανάγος, άκρες μέσες, μιλώντας του χαμηλόφωνα πάντα. — Πιάστηκα στα βρόχια της, ξαναείπε, τι τα θες. Α βγης έξω και πης του ήλιου πως δεν καψώνει, πες μου και μένα πως η καρδιά μου είναι πέτρα ομπρός στην ομορφιά της. — Μωρέ τι πέτρα και τι ξεπέτρα, που ο κόσμος σ' έχει κιόλας αρρεβωνιασμένο, κι ακόμα πιώτερο.

Ο Τσαϊπάς σήκωσε το κεφάλι περήφανα. Τ' έκαμε λέει; Όχι θα σταθή, θ' αντιμιλήση, θα τα βάλη μ' όλους ως που να τους ξεστραβώση. Μα δε μπόρεσε να βγάλη λέξη· στόμα είχε, μιλιά δεν είχε. — Πάμε του ξανάειπε ο Σταθόπουλος. Εκείνος έσκυψε το κεφάλι, σούφρωσε τα φρύδια του, άφησε να τον σύρη ο φίλος του. — Ήλιος! φώναξαν δυοτρία παιδιά στο διάβα του.

Χίλιες φορές δρασκέλησεν από το ένα μέρος Και χίλιες ξεδρασκέλησεν αντίθετα από τ’ άλλο, Ξανάειπε χίλιες δυο φορές τα μαγικά της λόγια Και δυο χιλιάδες έφτυσε τριπλά πισόπλατά της, Κι’ όλο συμπούσε τη φωτιά κι’ όλο τη συδαυλούσε, Κι’ έρριχνε ξύλα απάνω της για να κρατούν τη φλόγα.

— Ε! τα καημένα ξανάειπε ο παπάς, τι ώμορφα και τι μεγάλα και πρόθυμα που είναι! — Φτύσ' τα, παπά μ', του είπε η Μαριανθούλα, για να μη μας τα φας με το μάτι... — Φτου! Φτου! να μη μας βασκαθούν! Έφτυσε κι' είπε ο παπάς, αλλά της γριάς της κακοφάνηκε, που του είπε έτσι η Μαριανθούλα, και της είπε χαμηλά, για να μη τ' ακούση εκείνος: — Αχ! στρίγλα! Αχ! γουρούνα!

Να δίνης τα γράμματα σου και να σωπαίνης. — Σα με βρίσανε, παπά μου, και με σκοτώσανε, δεν ήξερα κ' εγώ τι έλεγα. Ο διάβολος μ' έσπρωξε. Τι να πω κ' εγώ; — Τι φταίει κι' ο κακομοίρης ο Μαθιός; είπε ο Παντελής ο καφετζής, ο μπατζανάκης του. Είνε πράμματα να κρυφτούν αυτά; Αν δεν ήταν σήμερα, θα ήταν αύριο. — Ο Πειρασμός την έσπρωξε να χάση την ψυχή της! Ξαναείπε ο Μαθιός.