United States or Benin ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αχ! γιαΤι να μην είν' εδώ αυτή την ώρα αναμεταξύ μας και η δυστυχισμένη μου η θυγατέρα που μας έσβησε τόσο παράκαιρα. ΑΝΝΟΥΛΑ Διώξε, γιαγιά μου, τα λυπητερά πράματα από το μυαλό σου. Μην τα θυμάσαι ολοένα. Ξέχασέ τα πια. ΓΙΑΓΙΑ Έχεις δίκιο, παιδί μου. Πρέπει να τα διώξουμε τώρα. Αννούλα, πάμε να ετοιμάσουμε μια κάμαρα για το Σταύρο.

Τα ονείρατά τους ξέχασε ναν τους ξηγήσει ο γέρος 150 σαν ξεκινούσαν, κι' έπεσαν στα χέρια του Διομήδη.

Να, έχω ένδεκα σβάντζικα, είπα. Σου τα δίνω όλα να με πάρης κ' εμένα μαζί. Ο καρροτσέρης εζύγωσε προς το μέρος μου. Ξέχασε πως ήμουν χολεριασμένη. Έβγαλα τα σβάντζικα και τα μετρούσα. — Να, πάρε τα και τα δέκα, είπα και να με πάρης μαζί.

Κι' αμέσως μια σαΐτα ρήχνει γερή, μα ξέχασε να τάξει και του Φοίβου πως ένα πλήθος πρώιμα αρνιά θα σφάξει στο βωμό του. Έτσι δεν τόβρε το πουλί, τι αφτή τη χαρή ο Φοίβος 865 δεν τούκανε, μόνε χτυπάει σιμά σιμά στο πόδι το σπάγγο οπούταν το πουλί δεμένο οχ το κατάρτι. Κι' αφτή πετάει μεσούρανα, κι' ο σπάγγος κατεβαίνει 868 στη γης. Και χούγιαξε ο στρατός.

Ανάθεμα την καλωσύνη... Μια γενιά καλωσύνες, μια γενιά με το δρόμο του Θεού, μια γενιά με το Ευαγγέλιο, με το χαμόγελο, με το γλυκό το λόγο. Τι απολάψαμε; Μας ξέχασε κι' ο Θεός με την καλωσύνη. Θυμάσαι τον παππού μου. Πού να τονέ θυμάσαι; Τονέ θυμάται ο κόσμος. Τι βγαίνει; Ο Άγιος Γιάννης. Έτσι τονέ λέγανε. Σκόρπισε το βιος του σε δικούς και ξένους.

Χρηστοβασίλης δυναμώνει τη λαχτάρα του καθενός μας για τον τόπο του, κι' ό,τι αισθάνεται ο ίδιος για το αγαπημένο του χωριό κάνει να το αιστάνεται και για το χωριό του ο κάθε του αναγνώστης, και ένα που ξέχασε την πατρίδα τον και ζούσε χρόνια πολλά στη Ρουμανία τον έκανε να τη θυμηθή και να γυρίση πίσω, μ' ένα του διήγημα στη «Φωνή της Ηπείρου» με τον «Ξενιτεμένο» δηλ. που τον έχουμε και σ' αυτή τη συλλογή

Αυτός τον έφαγε και το μακαρίτη! αναστέναξε ο Μαθιός. Το σκουλήκι στην καρδιά. — Την αγαπούσε το λοιπόν με τα σωστά του; ρώτησε ο Θανάσης. Εγώ έλεγα πως χωράτευε. — Γυρεύεις τώρα; είπε ο Γιαννιός. Εκεί που βρίσκεται, κι αν την αγαπούσε τηνέ ξέχασε. Πώς το λες αυτό; είπε ο Μαθιός χτυπώντας το ποτήρι του στο τραπέζι Ξέρεις τι γίνεται μαθές στον άλλον κόσμο; Γύρισε κανένας και σούφερε τα μαντάτα!

Κα ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Η κόρη μου παραδέχεται να παντρευτή έναν Τούρκο; ΔΟΡΑΝΤ Βεβαιότατα. Κα ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Και ξέχασε τον Κλεόντ; ΔΟΡΑΝΤ Και τι δεν ξεχνάει κανείς για μια τόσο μεγάλη δόξα; Κα ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Θα της στραγγουλίσω το λαιμό με τα χέρια μου, αν αποφασίση να κάνη ένα τέτοιο πράγμα. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Πάψε πεια τη φλυαρία σου! Ο γάμος αυτός θα γίνη και σου το λέω να το ξαίρης.

Τι αγάπη είναι αυτή! έλεγε μέσα της. Ένα χάρισμα του ζήτησα και δεν μπόρεσε να μου το φέρη. Και σιγάσιγά τον ξέχασε τον Παύλο κ' η αγάπη της σβύστηκε ολότελα. Γιατί ο Παύλος δεν εστάθηκε άξιος να της φέρη το χάρισμα που του ζήτησε. Ύστερα από λίγο έδωκε την καρδιά της σ' έναν άλλον, τούδωκε την αγάπη της, το φως της, τα συλλογικά της, του χάρισε τόμορφο κορμί της, ό,τι είχε του τα χάρισε.

Η εφημερίδα δεν έλεγε άλλο τίποτε. Ξέχασε το σπουδαιότερο θύμα της πλημμύρας. Το καλοκαίρι εκείνο αποφάσισα να πάω να περάσω κανένα μήνα στην πατρίδα. Από την εποχή της πλημμύρας δεν είχα ξαναϊδεί τον περίφημο πατριώτη μου. Ντρεπότανε, φαίνεται, κι' ο ίδιος να με ιδή. Σαν έμαθε πως είμαι για ταξίδι, ήλθε να μ' ανταμώση, ταπεινός αύτη τη φορά και συμμαζεμμένος.