Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 7 Ιουνίου 2025
Σιγά — σιγά σκέβρωσε κι' αυτό, λίγυσε και κουλούριασε, σαν να ήθελε μοναχό του να γίνη πιο περιποιητικό και να στηρίζη πιο βολικά το σακάτικο κορμί της κυράς του. Έτσι μιαν ανθρώπινη αγάπη έλεγες πως έδενε το ξύλο με τον άνθρωπο. Η γρηά — Δροσούλα μέσα στη δυστυχία της ξέχασε με τον καιρό όλα ταγαπημένα της, που της πήρε ο χάρος κι' ο καιρός, κ' είχε μόνη παρηγοριά κ' ελπίδα το πονετικό ξύλο.
Μα τέλος πια σαν πέρασαν ως μέρες διο και δέκα, να κι' οι παντοτινοί θεοί στον Έλυμπο γυρνούσαν όλοι μαζί, κι' ομπρός ομπρός ο Δίας περπατούσε. 495 Κι' η Θέτη τις παραγγελιές δεν ξέχασε του γιου της, Μον βγαίνει μέσα απ' του γιαλού το κύμα, κι' ανεβαίνει πρωΐ πρωΐ στον Έλυμπο και στα μεγάλα ουράνια.
— Για πες μου, καλό πουλί, εσύ που βλέπεις μακρυά, απ' το ψηλό κλαδί σου, ποιο δρόμο πήρε ο καλός μου, για να τον συντύχω στο δρόμο να τον συντροφέψω στο φτωχικό μας. Είναι δυο χρόνια που λείπει και θα ξέχασε το σπίτι του και θα γυρίζη μες στην άγρια νύκτα σαν κολασμένος. Πες μου, καλό πουλί, ποιο δρόμο πήρε, για να πάω να τον συντύχω.
Κι' όμως αυτός κ' η Κρέουσα με το να μείνουνε καιρό χωρίς παιδί, και θέλοντας για ν' αποχτήσουν ένα, εις το Μαντείο ήρθανε του Απόλλωνος κ' οι δυο. Φαίνεται πως δεν ξέχασε το γυιό του ο Λοξίας, κι' αυτόν το δρόμο έδωκε μονάχος του στην τύχη.
Και πραγματικώς, ενώ τέλεια εκτιμούσε τη νέα τέχνη, ποτέ δεν ξέχασε τη σπουδαιότητα της αναπαραστάσεως των μεγάλων αριστουργημάτων του παρελθόντος κι ό,τι λέει για την αξία των γύψινων καλουπιών είναι αξιοθαύμαστο.
Πηγαίνει τους μενεξέδες στον τάφο του ανδρός της. Δεν τονέ ξέχασε ακόμα. Ο δεύτερος δεν εμίλησε. Έσκυψε και μύρισε βαθιά απάνω στην κουμπότρυπά του το μπουκετάκι με τους μενεξέδες, που τους είχε μοιρασθή μ' έναν πεθαμένο. Τα μάτια του λάμπανε από αγάπη κι' από ζήλεια. Το λεωφορείο τράβηξε το δρόμο του. Ήτανε μεγάλη γιορτή, μια φωτεινή απριλιάτικη μέρα.
Κρίμα μονάχα που δεν τονέ μυρίστηκε ο κυρ Κωσταντής τον προκομμένο το Στεφανή σου, που έμαθε δα κι αυτός να διαβάζη ψαλτήρι και μου λιμπίστηκε αρχοντοπούλες! Σα να το ξέχασε πως είτανε μυρολογίστρα η θεια του. Πιπ. Δαιμόνιο και τι δαιμόνιο τον έχει πιασμένο! Γλήγορα θα τον ακούσουμε στο μοναστήρι κι αυτόν. Τονε ζούρλαναν τα γράμματα το δύστυχο.
Όταν ένας άνθρωπος έχη ανήσυχα πόδια, του φορούν ξύλινα βρακιά. ΛΗΡ Ποιος είν' αυτός 'πού 'ξέχασε ότ' είσαι ιδικός μου και σ' έβαλε 'ς τον φάλαγγα; ΚΕΝΤ Ήτον αυτός κ' εκείνη, και ο γαμβρός κ' η κόρη σου. ΛΗΡ Όχι! ΚΕΝΤ Ναι! ΛΗΡ Όχι, λέγω! ΚΕΝΤ Ναι, λέγω. ΛΗΡ Δεν θα τώκαμναν! ΚΕΝΤ Το έκαμαν, σου λέγω. ΛΗΡ Ω! Μα τον Δία! ΚΕΝΤ Ναι, ναι, λέγω, μα την Ήραν! ΛΗΡ Δεν γίνεται! Δεν ημπορούν!
Ο Τζατσίντο δεν ξέχασε ποτέ τα μάτια του Έφις εκείνη τη στιγμή: μάτια που έμοιαζαν να ικετεύουν από το βάθος μιας αβύσσου, ενώ το χέρι που έσφιγγε το δικό του τον τραβούσε προς τα κάτω, προς τη γη, και το σώμα του υπηρέτη διπλωνόταν και σιγά σιγά κατέρρεε. Εκείνος όμως σιωπούσε. Ο Έφις του άφησε το χέρι, διπλώθηκε και έπεσε.
Μόνο να, πρέπει να φύγω∙ έφτασε η ώρα.» «Πήγαινε τότε στο καλό.» Εκείνος έμεινε για μια στιγμή σκεφτικός: του φάνηκε πως κάτι ξέχασε, όπως όταν είναι να ταξιδέψουμε και διερωτόμαστε εάν τα έχουμε πάρει όλα. «Ντόνα Νοέμι, έχετε κάτι να με διατάξετε;» «Όχι, τίποτε. Μου φαίνεται μόνο πως δεν είσαι καλά∙ είσαι άρρωστος; Μείνε εδώ, θα καλέσουμε το γιατρό.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν