Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Ιουνίου 2025


Οχτώ μέρες, οχτώ νύχτες, έσκισαν τα κύματα, και με φουσκωμένα πανιά αρμένισαν για την Κορνουάλλη. Οργή γυναίκας, τρομερό πράγμα: και καθένας ας φυλάγεται. Όπου μια γυναίκα αγαπάει πειο πολύ, κει θα εκδικηθή πειο σκληρά. Γρήγωρα έρχεται η αγάπη στης γυναίκες, γρήγωρα και το μίσος. Κ' η έχθρα τους, άμα έρθη μια φορά, βαστάει πειο πολύ, παρά η αγάπη.

Και άλλοι ακόμη έλεγαν, πως κάποια τυχερή κοπέλα του χωριού η ομορφότερη, τον έμπλεξε στα δίχτυα της. Κατεβαίνει από τους λόγκους τους πυκνούς που το σκεπάζουν το χωριό ολόγυρα. Μπαίνει πάντα αθώρητος και αγνώριστος ο Τρύφος μες τα βαθιά σκοτάδια, κατά τις βροχερές τις νύχτες του χειμώνα.

Ο Έφις, ψόφιος από την κούραση, με τον πυρετό να του τρώει τα σωθικά, δεν προσπαθούσε να τους συνεφέρει, ούτε τους λυπόταν∙ του φαινόταν όμως ότι βάδιζε μέσα σ’ ένα όνειρο, όπου τον παρέσερνε μια συντροφιά φαντασμάτων, όπως τόσες φορές συνέβαινε τις νύχτες εκεί κάτω, στο κτηματάκι∙ ήταν κιόλας νεκρός και περιφερόταν ακόμη σε τούτον εδώ τον κόσμο, διωγμένος από τα βασίλεια του άλλου.

Εφτά μέρες κ' εφτά νύχτες η θάλασσα τον έφερνε αλαφρά. Κάποτε, ο Τριστάνος για να γλυκαίνη τον πόνο του έπαιζε με την άρπα. Επί τέλους, χωρίς να το καταλάβη, η θάλασσα τον έφερε κοντά σε μια παραλία.

Τον επήγαν μπροστά στο Βασιληά. «Μεγαλειότατε, είπεν ο μάγος, διατάχτε τους κυνηγούς σας νάχουν έτοιμα τα λαγωνικά και να σελλώσουν τάλογα. Πέστε ότι εφτά μέρες κ' εφτά νύχτες θα λείψετε στο δάσος για κυνήγι, και να με κρεμάστε από της διχάλες, αν απόψε κι' όλα δεν ακούστε τι λόγια λέει ο Τριστάνος στη Βασίλισσα». Έτσι κ' έκανε ο Βασιληάς, αν και όχι με την καρδιά του.

Όσοι απ' της Μούσες έλαβαν του τραγουδιού το δώρο συχνά θε να σε τραγουδούν απάνω εις την λύρα, την λύρα την επτάχορδη, από κόκκαλο χελώνας, ή και στους ύμνους που χωρίς τη λύρα τραγουδιούνται στην Σπάρτη όταν γίνωνται η εορτές τον Μάη ή της σεληνοφώτιστες της νύχτες στας Αθήνας. Τέτοια τροφή, πεθαίνοντας, αφήνεις στα τραγούδια.

Η Γκριζέντα όμως, ακουμπισμένη στον τοίχο, με το μωρό να της βυζαίνει τα κουμπιά της μπλούζας, κοίταζε κι εκείνη το δίσκο που έλαμπε στο μπαλκόνι και τα μάτια της έμοιαζαν μαγεμένα, όπως εκείνα της προγιαγιάς της όταν τις νύχτες με φεγγάρι κατασκόπευαν τα στοιχειά που κατέβαιναν στο ποτάμι. Ο Έφις ξαναγύρισε μετά τρεις μέρες. Αυτή τη φορά δεν ήταν μόνος.

Τούτες η χρυσές Ελλάδες, που φεύγουν σήμερα γύρω απ' το τραίνο, θάρχωνται στης νύχτες της ξενητειάς σου... Τούτα τα λουλούδια των χωραφιών θα φυτρώνουν στους γκρεμούς της απελπισίας σου, στην άβυσσο της ανίας σουγια να τα τρυγάς κάτω από βροχή κι' ομίχλη... Γνωρίζεις, ψυχή μου, αυτόν τον ήχο ; Η καμπάνα σε ρωτάει για πού ξεκίνησες. Η καμπάνα σε ρωτάει πώς λησμόνησες τον Κύριον Ημών...

Και δεν φοβούμαι τα θεριά, τες νύχτες, τα σκοτάδια, Τους δρόμους, τες κακοτοπιές, τους βάλτους, τα ποτάμια, θα τρέξω σ’ όρη και βουνά, σε κάμπους και λειβάδια. Σε ποταμούς και σε λακκιές, κι’ όσα διατάζεις όλα Θα σου τα φέρω ανέλλειπα, κι’ απανωθιό στην ώρα, Που το φεγγάρι χάνεται και πιάνεται καινούργιο, Μον να μου πης πού θα σε βρω και πού θα σε συντύχω.

Νύχτες εννιά δε μ' άφιναν, μον πλάγιαζαν τριγύρω 470 φυλάγοντας με τη σειρά, δίχως στιγμή να λείψει φωτιά, μια κάτου απ' της αβλής τις αψηλές κολόνες, άλλη στο πρόσπιτο, μπροστά στου γιατακιού την πόρτα.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν