Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 10 Ιουνίου 2025


Κάθησε, συλλογίστηκε λιγάκι, σαν να πετούσε ο νους της στα περασμένα, αναστέναξε και άρχισε το παραμύθι, όπως πάντα. — Αρχή του παραμυθιού, καλησπέρα της αφεντιάς σας. Στριμωχθήκαμε όλοι γύρω της κ' εγώ ακούμπησα σαν πάντα στα γόνατά της και την κύτταζα στα μάτια. — Μια φορά κ' έναν καιρό ήτανε μια μεγάλη βασίλισσα... — Την είδες με τα μάτια σου, γιαγιά;.. — Την είδα, παιδάκια μου.

Προσέτι δε λέγει κατ' άλλην έποψιν, ότι ο νους μεν είναι το έν επιστήμη δε τα δύο, διότι αφ' ενός τινος κινουμένη φθάνει εις την ενότητα• δόξα δε είναι ο αριθμός του επιπέδου, και αίσθησις ο αριθμός του στερεού. Διότι έλεγεν, ότι οι αριθμοί είναι αυταί αι ιδέαι και αι αρχαί των πραγμάτων, και ότι αποτελούνται εκ των στοιχείων.

εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· «Θάρρου· ως προς τούτο παντελώς ας μη φροντίση ο νους σου·το σπίτι τώρ' ας έμπουμε, 'πού 'ναι σιμάτον κήπο· κει πρώτα τον Τηλέμαχον και ομού τον χοιροτρόφον και τον βουκόλον έστειλα, τα γεύμα να ετοιμάσουν». 360

Μα όταν έσκυψα 'μπροστά, εσάστισεν ο νους μου· πως μ' έν' αγκίστρι τόσο δα να σύρω τέτοιο ψάρι; Έπειτα όμως τίναξα κι απόλυσα ταγκίστρι για να την νοιώση την πληγή σ' τα σπάραχνά του μέσα, και σαν δεν εσπαρτάριζεν, απάνω τανασέρνω και βλέπω πλούσια πληρωμή σ' τον τόσο μου τον κόπο, ψάρι μεγάλο ολόχρυσο και χρυσοπλουμισμένο.

Και βέβαια, του απεκρίθη ο γεωργός· αλλά πρώτα να φάγωμεν τίποτε. Η γυναίκα τους εδέχθη πολύ καλά, και τους έστρωσε την τράπεζαν, και τους έδωκε ψωμί και τυρί. Ο άνδρας της επεινούσε και έτρωγε με όρεξιν. Αλλά του μικρού Κλώσου ο νους ήτο εις το ψητόν και το ψάρι και το κρασί, τα οποία ήσαν κρυμμένα εις τον φούρνον.

Η γρηά ρουχάλιζε δίπλα, στα ρούχα. «Άλλη σοροκάδα», όπως έλεγε ο γέρος. Ο νους της Ουρανίτσας ταξίδευε. Όλοι ταξίδευαν εκεί μέσα. Η γρηά με τη σοροκάδα, ταξίδευε κι' αυτή στον ύπνο της. Κάποτε κάποτε βογγούσε και τιναζότανε στο στρώμα. «Μ' εμένα τάχει, έλεγε ο καπετάν Λαλεχός, η μάννα σου.

Αυτά 'πε, και ο Τηλέμαχος με κρότον επταρμίσθη, 'π' όλο το δώμα εβρόντησε• γέλασ' η Πηνελόπη, και προς τον Εύμαιον έλεγε με λόγια πτερωμένα• «Άμε, τον ξένον κάλεσε, και φέρε τον εμπρός μου• δεν είδες πώς πταρμίσθηκετα λόγια 'που 'πα ο υιός μου; 545 δηλοί 'π' άσφαλτος θάνατος θε ναύρη τους μνηστήραις όλους• κανείς τον θάνατον, την μοίρα, δεν θα φύγη. και άλλο τι ακόμη θα σου ειπώ να το φυλάξη ο νους σου• αν τον γνωρίσω αληθινόν εις όσα μου διηγείται, θα τον ενδύσω μ' εύμορφη χλαμύδα και χιτώνα». 550

Διότι εδώ δεν διεφθάρη το καλλίτερον μέρος, καθώς εις τον άνθρωπον, αλλά απλώς επλάσθη ατελές και δεν έχει τοιούτον. Ομοιάζει λοιπόν ως να παραβάλλωμεν άψυχον με έμψυχον διά να εύρωμεν ποίον είναι χειρότερον. Δηλαδή πάντοτε η κακία του μη έχοντος αρχάς είναι αβλαβεστέρα, ο δε νους είναι αρχή.

Και στέκει η Ίριδα σιμά στο γέρο, και τον κράζει σιγά λαλώντας, κι' έπιασε το γέρο ως μέσα ο τρόμος 170 «Γιε του Δαρδάνου, έλα καρδιά, μη βάνει ο νους σου φόβο. Δεν ήρθα εγώ γιατί δεινά θωρώ που σου πλακώνουν, Μον ήρθα με καλούς σκοπούς. Του Κρόνου ο γιος με στέλνει, που κι' απ' αλάργα σε πονάει και σε φροντίζει πάντα.

Ο Shakespeare εμόρφωσε το πρόσωπον τούτο με όλας τας ιδιότητας, με όλα τα χαρακτηριστικά της μεγαλοφυίας· εις την ψυχήν του Αμλέτου συνυπάρχουν με θαυμαστήν ισορροπίαν και συλλειτουργούν αρμονικώτατα νους ευρύτατος και ερευνητικός, τόσον ανοικτός εις τας εντυπώσεις του εξωτερικού κόσμου, όσον ικανός να υψωθή εις τας ανωτέρας σκέψεις και να αντικρύση ατάραχος τα πλέον μυστηριώδη φαινόμενα του υπερφυσικού, — κρίσις τόσον ορθή και βαθεία, ώστε πολλαίς φοραίς εκλαμβάνεται ως εμπνευσμένη πρόγνωσις ή ως προφητική προαίσθησις, — καρδία όπου αγκαλιάζει ενθουσιασμένη ό,τι αγαθόν και γενναίον και αποκρούει με αγανάκτησιν ό,τι κακόν και αχρείον, — φαντασία, η οποία, αν και υπέροχος, ποτέ δεν εισέρχεται εις την επικράτειαν των άλλων ψυχικών δυνάμεων, αλλ' ευρίσκεται πάντοτε πρόχειρος και ετοίμη να τας υπηρετήση εις την πρακτικήν των ενέργειαν.

Λέξη Της Ημέρας

βαρδαλάαας

Άλλοι Ψάχνουν