Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025
Οι γειτόνισσες μπαινόβγαιναν ολοένα απ' της Κλητήραινας και στην κάμαρη τη νεκρική όλο κ' έψηναν καφέδες. . σηκώθηκε η θεια 'Ελέγκω νταβραντισμένη κ' έφερε και της Λιόλιας ένα φλυτζανάκι: δεν ήθελε νάρθη στα λόγια μ’ αυτές τις παλιογλωσσούδες, τις ξαδιάντροπες, ειδεμή ήξερε αυτή τι θα τους έλεγε! Αχ, τι καλό που της έκανε της Λιόλιας ο ζεστός καφές! «Σερμπέτι τον έχουν οι σκύλλες: το ξέρω κ’ εγώ με ξένα κόλλυβα !», είπε η θεια Ελέγκω εκεί που ρουφούσε κι αυτή το μαυροζούμι της.
Και παρέκει στο δρόμο συναγμένος σ' ένα βήμα ολοτρόγυρα ο λαός, αχνός ακούει, βουβός και τρομαγμένος πως μιλεί ένας της χώρας διαλεχτός. «Αυτή είναι η μοίρα καθενός προδότη — παράδειγμα λαέ, να σου γενή — που τον στέλνουν της κόλασης τα σκότη νάρθη να σου μολύνη την ψυχή,
Ο ζουλιάρης, κι από παιδί θα τον καταλάβης πως είναι ζουλιάρης. Εκείνος απαρχής δε ζουλέβει, και στο τέλος πάει κ' η ζούλια του· πέθανε η Δεσδεμόνα, δεν του απόμεινε υποψία καμιά. Είταν περαστικό το κακό του. Για να κορώση, έπρεπε νάρθη ένας τρίτος να του βάλη λόγια. Έπειτα, τι θέλεις; Είναι και παντρεμένος.
Ο λαός ως τόσο στο Ιπποδρόμιο θάρρειε πως ο Ιουστινιανός κ' οι αυλικοί του έφυγαν, επειδή φοβηθέντας ο Υπάτιος έστειλε κάποιον Εφραΐμ να μηνύση του Ιουστινιανού νάρθη να χτυπήση τους επαναστάτες στο ιπποδρόμιο, κι ο Εφραΐμ αυτός αντίς να πάη στο παλάτι και να φέρη το μήνυμα το είπε κάποιου σεκρετάριου Θωμά, κι ο Θωμάς εθνικός όντας έβγαλε την ψεύτικη αυτή είδηση, πως έφυγε ο Ιουστινιανός.
Ένα πρωί θυμούμαι πως με ξάφνισε που τον είδα, εκεί που πήγαινα περίπατο, καθισμένον στο λιβάδι μ' ένα μπουκέτο άνθη στο χέρι. Τονέ ρώτησα αν ήθελε ναρθή μαζί μου στο πάρκο. Αυτό το δεχότανε πάντα μ' ευχαρίστηση και γι' αυτό με ξάφνισε όταν αυτή τη φορά το αρνήθηκε κατηγορηματικά. — Δε θέλεις ναρθής με τον μπαμπά, Σβεν; Με πείραξε σχεδόν και νόμισα πως είταν ιδιοτροπία.
Δεν την αγαπώ πλειο τη ζωή, γιατί σύμμασε η ώρα και κατά πώς το λέει κι' ο λόγος: «Τα μακρυνά μου κόντιναν, τα δυο μου γίγκαν τρία» και καμμιά προκοπή δεν έχω, και καμμιά ευχαρίστηση δε βλέπω πλειο, αλλά μόλα ταύτα ήθελα να ζήσω έξη-εφτά χρόνια ακόμα — αν δεν εύρισκε ως τότε δρόμο ο πατέρας τ'ς ναρθή — για να πάντρευα αυτή τη μαυρότσιουπρα, κι' ύστερα θάνοιγα τα χέρια μου κατά τον ουρανό και θάλεγα: — «Στείλε θε μ' τον άγγελό σ' να πάρ'ς το πνέμα μ'!»
Κι άμα ξαλάφρωσε από την πίκρα το Λάμωνα και τους δικούς του και τους εγέμισε χαρά, και θροφή εδοκίμασε και πήγε για ύπνο, όχι όμως δίχως δάκρυα κι αυτόνε, μόνο παρακαλώντας να ξαναϊδή τις Νύμφες στ' όνειρό του και νάρθη γλήγορα η μέρα, που του έταξαν τη Χλόη. Η νύχτα εκείνη του φάνηκεν ότι ήτανε πιο μεγάλη από όλες. Και τούτα γίνανε στο διάστημά της.
Και το χαμόγελο αυτό, η όψη της η ανθισμένη σα να τον ξεκούρασαν απ’ τη λύπη του μονομιάς, σα να τούδωσαν κάποιο θάρρος αλοιώτικο και μίαν ελπίδα αόριστη για κάτι καλό πούτονε νάρθη, αφάνταστο.
— Δεν έχεις τίποτε, Αφέντρα μου· τώρα είσαι καλά . . . Και πού νάρθη, από την Αμέρικα ο Θανάσης μας! . . . να σου φέρη όλα τα καλούδια . . . και θα φέρη λίρες, λίρες με την ουρά . . . να σε στολίσω, να σε κάμω νύφη . . . Εκατό λίρες θα βάλω κολλαΐνα 'πάνω στα στήθεια σου, στο γάμο, που θα φορής το στεφάνι . . . να καμαρώνης, να σε ζηλεύουν όλοι!
Κ' έκαμε να σηκωθή, πιάνοντας με το δεξί χέρι της τη μέση και με τ' άλλο ακουμπώντας στο κοτρώνι που κάθονταν. Μα δεν την άφηκα, για ναρθή στα ύπατά της καλλίτερα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν