Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 7 Μαΐου 2025
Κι άμα πια σαν κρύφτηκαν στον πρώτο κάβο πέρα αγάλι' αγάλια τα μαύρα πλευρά του βαποριού, και χάθηκαν τ' άσπρα μαντηλάκια, κ' η θάλασσα απόμεινε σαν πρώτα ελεύθερη και γαλάζια, πικρά σάλευσε τότε όλος εκείνος ο σωρός από μαννάδες και γυναίκες, απ' αδερφές, απ' αρραβωνιασμένες κι αγαπητικές, από ξαδέρφες και κουμπάρες, που από κείνη τη βραδιά θ' απόμειναν σα γύριζαν στα χωριά τους χρόνια ολάκερα μοναχές, και χωρισμένες από τα λεβεντόπαιδά τους, που ξενητεύουνταν πρώτη φορά από τον τόπο τους, που έφευγαν για το στρατό.
Τι να γένη; Είπα κ' εγώ να μ' αξιώση ο Θεός να το παντρέψω, να το βλογήσω, να πιάσω παιδί απ' τα χέρια του, να χαρή κ' εκείνη εκεί που βρίσκεται. Δεν ήτανε το θέλημα του Θεού. Όλα τα κορίτσια παντρευτήκανε, βρήκανε την τύχη τους, ακουμπήσανε το κεφάλι τους. Του σχοινιού και του παλουκιού και βρήκανε τον δικό τους. Είχανε μαννάδες αυτά.
Φυσικό τους είναι να τα γεννούν τα θεριά. Άλλες μαννάδες είναι που τους γεννούν εκείνους που φταίνε. Σα να κουνάης το κεφάλι σου λέγοντας πως ταδικώ το πολυπαθιασμένο το «Γένος». Με συμπάθειο· το ξέχασα πως ένα σκοπό μάθαμε και μεις να τσαμπουνίζουμε στον κόσμο, — τα πάθια και τα βάσανά μας. Το τραγουδούμε κι αυτό χωρίς να το καλονοιώθουμε.
Η Μάννα του Αγίου είνε ντυμένη με μακρύ γαλανό φόρεμα με πορφυρά ανθέμια και στο κεφάλι έχει λευκό μοφόριο, που της πέφτει στους ώμους και στης πλάτες. Η άλλες Μαννάδες φοράνε ρούχα πολύχρωμα. Η Μάννα του Αγίου έχει τα μάτια της κλειστά. Σχεδόν την σέρνουν. ΑΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ — Πάρτε τη την γυναίκα απ' εδώ! Δεν θέλω, δεν πρέπει να την δω να κλαίη! Τη φωνή της δεν είνε σωστό ν' ακούσω, μήπως κλονιστώ.
Κ’ έχεις ακόμη να πης για τους αθλίους πόσα στην πόλη κάμανε κακά και πόσα και στα τάγματα όλων των ξένων που πάθαινε στον πόλεμο τόση φθορά. Δυστυχισμένη που τους εγεννούσε, μες σ’ όλες τις γυναίκες όσες μαννάδες λέγουνται παιδιών, που πήρεν άντρα το δικό της γυιό, και γέννησε αυτούς που τέτοιο τέλος τους βρήκε, να σκοτώσουνε ο ένας τον άλλο με χέρι αδερφικό.
Αχ, και μας μουσαφιρεύει ανάκουστα βάσανα! Κωστ. Μια και να τη δης την Αρετούλα σου νύφη, όλα Παράδεισος θα σου φαίνουνται πάλι. Έτσι είστε σεις οι μαννάδες. Από μέσα χαίρεστε, και δος του δάκρυα απόξω. Ως τόσο η Αρετούλα πού είνε; Τόστρηψε, άμα σήκωσα το φανάρι για να την καλοδή ο γαμπρός. Πρέπει να πήγε να στολιστή. Δέσπω. Θα βγη με την ώρα της, σα χρειαστούμε το δίσκο.
Άφησε, Έπαρχε, ξανά να του μιλήσω, ίσως και να τον πείσω. Πρέπει να του μιλήσω, δεν βαστώ. Και σεις, Μαννάδες, αν τυχόν και αποστάσω, κρατήστε με γερά, κατάχαμα μη σωριαστώ. Πώς η καρδιά μου σπαρταρά! Λεβέντη μου, το βλέπω φανερά, αν δεν αλλάξης γνώμη, νεκρό θε να σε κλάψουν η πλατείες και οι δρόμοι.
Στη γλυκεία φωνή που ακούω να σπαρταρά, Χριστέ μου, κάνε με σκληρός να μείνω, αλόγιστος σαν το κοντάρι εκείνο, που σ' άνοιξε τη θεϊκή σου την πλευρά. Η ΜΑΝΝΑ. Δήτε τον. Όλο και τον ουρανό κυττάζει. Στα σωθικά μου η λαλιά του λες μολύβι αναμμένο στάζει. Πήτε μου, είπε τίποτε; Μαννάδες, βαστάτε με και μώρχονται ζαλάδες. Ο κόσμος γύρω μου σαν να χαλνά. 3η ΜΑΝΝΑ. Για μια γυναίκα φαίνεται μιλά.
Σου τα είπα χίλιες φορές. Αυτές οι μαννάδες, σα δεν έχουν τα παιδιά τους δεμένα να τα τραβούνε σα σκυλάκια μαζί τους, ησυχία δε βρίσκουνε. Μα τώρα δεν μπορώ να πω πως δεν έχει και δίκιο. Δε δυνήθηκα να κατεβώ Απατός μου στη χώρα, κι άρχιζα να υποψιάζουμαι πως θα ξεφύγης πάλι δίχως να σ' αξιωθούμε στο σπιτικό μας. Μόνο που γλήγορα θα μ' έχης πάλι στη Βαβυλώνα. Δέσπω. Στη Βαβυλώνα!
Κι' ο παπάς μαθές στον καιρό του και ταδέρφια μου και ταξαδέρφια μου, όλο μας το σώι και το σώι το δικό σας γεμιτζήδες σταθήκανε. Και μεις μαθές, και γυναίκες και μαννάδες κι' αδερφάδες, τους απαντέχαμε στην ξενητειά και με το καλό γυρίζανε πάλι και του κόσμου τα καλά μας φέρνανε. Εσύ πια θα σταθής μονάχος σημαδιακός;» Τούπε και τούπε η παπαδιά, όσα κατέβαζε η γλώσσα της.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν